Thursday, May 27, 2010

Η γενιά των 20 λέξεων

Η γενιά μας συχνά σχολιάζεται ως η "γενιά των 700 ευρώ".
Τώρα τελευταία έχει τύχει να υποπέσουν στην αντίληψή μου κάτι άρθρα για τη "γενιά των 200 λέξεων", ενώ, σε μερικές περιπτώσεις, προχωρούν οι υπογράφοντες ακόμα παραπέρα, μιλώντας μέχρι και για "γενιά των 20 λέξεων". Και όχι μόνο στην Ελλάδα.

Χωρίς να διαφωνώ σε γενικές γραμμές με τη βασική σκέψη πάνω στην οποία στηρίζονται οι εν λόγω υπερβολές, πιστεύω πως θα έπρεπε σε μερικά πράγματα να επαναπροσδιορίσουμε την οπτική μας γωνία.

Η κακή χρήση της γλώσσας είναι από τα πράγματα που προσωπικά με ενοχλούν πολύ και έχω την εντύπωση πως συνηθίζω να έχω σχετικώς αυστηρά κριτήρια πάνω σ’ αυτό το θέμα.

Παρ’ όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν ευθύνεται τόσο ο νέος για την εκφραστική του πενία, ούτε και θα ήταν ακριβές να καταγγέλλουμε μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα.

Πολύ περισσότερο δε, δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα.

Αποδεχόμενοι ότι οι γλώσσες έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν την επικοινωνία και την έκφραση (και όχι το αντίστροφο), παραδεχόμαστε νομίζω και ότι, στην πραγματικότητα, το κύριο ζήτημα έγκειται στα αδιέξοδα της καθημερινής ζωής του νέου. Το κύριο ζήτημα είναι πώς έχει καταντήσει ο νέος άνθρωπος έτσι ώστε να μην του χρειάζονται περισσότερες από 20 ή τέλος πάντων 200 λέξεις για να πει αυτά που θέλει. Το κύριο ζήτημα είναι πόσο λίγο ζει ο νέος αυτός άνθρωπος, πόσο ομοιογενής είναι η βάση των βιωμάτων του, πόσο λίγες οι καινούριες εικόνες του και πόσο λίγες οι σκέψεις που παράγει, πόσο περιορισμένος είναι και τελικά πόσο λίγο τον ενδιαφέρει να μην είναι έτσι.

Αυτό μας δείχνει η ιστορία αυτή με την εκφραστικά φτωχή γενιά. Ότι δεν έχει τι να πει, ότι δεν έχει ανάγκη να πει πράγματα που να χρειάζονται περισσότερες από λίγες λέξεις. Και αυτό είναι το σοβαρό. Η ελλιπής γνώση και η λανθασμένη χρήση της γλώσσας είναι σαφώς δευτερεύουσας σημασίας.

Αλλά, επιπλέον, ακόμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να πω πως, τόσο οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι όσο και οι διάφοροι απανταχού αυτόκλητοι τοποτηρητές της τάξεως του ιερού παρελθόντος, καλό θα ήταν ίσως να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και, κυρίως, να κοιτάξουν τον κόσμο κατάματα. Η γλώσσα είναι κάτι που εξελίσσεται και αλλάζει, αλλιώς θα μιλούσαμε όλοι ακόμα σαν τους αρχαίους. Ακριβώς από την καθημερινή φθορά είναι που έχουμε φτάσει από εκείνη την έκδοση της ελληνικής μέχρι τη σημερινή και η προσαρμοστικότητά της αυτή είναι που ευθύνεται για τη διατήρησή της μέχρι και σήμερα σε μια μορφή ζωντανή, απλή και εύχρηστη. Είναι σημαντικό να μιλάμε σωστά, αλλά είναι και κάπως υστερικές οι εμμονές πολλών με πράγματα που μάλλον δεν μπορούν οι ίδιοι να κατανοήσουν, όπως η διείσδυση ξένων λέξεων στο ελληνικό λεξιλόγιο ή η χρησιμοποίηση φράσεων αργκό που φαινομενικά δεν έχουν κανένα αξιολογήσιμο νόημα.

Με λίγα λόγια, δε θα κατηγορούσα ούτε τη σύγχρονή μας αλλά ούτε και καμία άλλη γενιά που δεν κρίνεται (και ποτέ δεν κρίνεται) από την προηγούμενη ως στημένη άξια επαρκώς απέναντι της.

Όπως και να ‘χει, οι γενιές και οι γλώσσες έχουν ένα κοινό. Είναι φορτωμένες με παρελθόν και με μέλλον.



ΥΓ: Είχα έναν καθηγητή στο Γυμνάσιο, του οποίου η επιμονή να μας εκμαιεύσει το σεβασμό απέναντι στην ελληνική γλώσσα ήταν στο σχολείο μας παροιμιώδης. Μετά από τόσα χρόνια, έχοντας πια διαμορφώσει τη δική μου άποψη για το τι εστί γλώσσα, μπορώ να αναγνωρίσω, χωρίς να συμμερίζομαι απόλυτα κάθε του προσέγγιση, ότι, αν μη τι άλλο, στο δικό του ζήλο οφείλω μέρος της αγάπης μου για τα σωστά ελληνικά και για το λόγο γενικότερα. Πριν λίγη ώρα, διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος αυτός διατηρεί το δικό του ιστολόγιο, το οποίο θα βρείτε εδώ. Η σημερινή μου ανάρτηση είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν και στις πολλές μακρόσυρτες ώρες που έχουμε περάσει μαζί σε σχολική αίθουσα.

Tuesday, May 25, 2010

Diamonds and rust

Με την αφορμή της επίσκεψης του μεγάλου Dylan στην Ελλάδα, θυμήθηκα την ιστορία που είχα διαβάσει στη Wikipedia αλλά και αλλού, για το "Diamonds and rust", το υπέροχο τραγούδι της Joan Baez, που έχει μείνει στην ιστορία κυρίως νομίζω χάρη σ' εκείνη τη φανταστική παρομοίωση με το χρώμα των αυγών του αμερικάνικου κοκκινολαίμη.
Ο τίτλος του τραγουδιού υποτίθεται ότι είναι ένα σχόλιο για τη διττή φύση του χρόνου, με την ικανότητά του να μετατρέπει το κάρβουνο σε διαμάντι αλλά και το μέταλλο σε σκουριά. Ένας παλιός εραστής τηλεφωνεί στην πρωταγωνίστρια της ιστορίας μετά από "έτη φωτός" (με το αθώο κοινό λάθος ότι τα έτη
φωτός είναι μονάδα χρόνου, ενώ είναι μονάδα μήκους) και η νοσταλγία παλεύει με τη σκουριά.
Αυτό που έχει δώσει μεγάλη ιστορική αξία στο τραγούδι είναι κυρίως η φήμη ότι είναι γραμμένο για τη σχέση που είχε η Baez με τον Dylan τη δεκαετία του '60, καμιά δεκαριά χρόνια δηλαδή πριν τη σύνθεσή του. Η Baez, άλλωστε, είχε γράψει άλλο ένα τραγούδι, λίγο καιρό νωρίτερα, για το μεγάλο τροβαδούρο από τη Minnesota, με το χαρακτηριστικό τίτλο "To Bobby". Και η ίδια, όπως αναφέρεται, έχει περίπου παραδεχτεί κατά καιρούς ότι πραγματικά το "Diamonds and rust" είναι γραμμένο για τον Bob Dylan, και μάλιστα σε μία συνέντευξη είχε εξηγήσει ότι η έμπνευση για το τραγούδι ήταν ένα τηλεφώνημα που της έκανε ο Dylan για να της διαβάσει τους στίχους του "Lily, Rosemary and the Jack of Hearts", που μόλις είχε γράψει.
Στα απομνημονεύματά της, όμως, που κυκλοφορούν με τον τίτλο "And a voice to sing with", περιγράφει πώς πείραζε μια φορά τον Dylan κατά τη διάρκεια μιας πρόβας, υποθέτω για το κοινό τουρ που ξαναέκαναν μαζί το 1984, μαζί και με τον Carlos Santana.

"You gonna sing that song about robin's eggs and diamonds?" Bob had asked me on the first day of rehearsals.
"Which one?"
"You know, that one about blue eyes and diamonds..."
"Oh", I said, "you must mean 'Diamonds And Rust', the song I wrote for my husband, David. I wrote it while he was in prison."
"For your husband?" Bob said.
"Yeah. Who did you think it was about?" I stonewalled.
"Oh, hey, what the f*** do I know?"


"
Diamonds and rust"
από την Joan Baez
"Diamonds and rust" στην καλύτερη (σύμφωνα και με την ίδια τη Baez) διασκευή του, από τους Judas Priest
"Lily, Rosemary and the Jack of Hearts" του Bob Dylan, τραγουδισμένο live από την Joan Baez
"Το Bobby" από την Joan Baez

Thursday, May 20, 2010

Ομερτά

Άκουγα τις προάλλες την Έλλη Στάη να εκθειάζει τον πρωθυπουργό, λέγοντας ότι επιτέλους κάποιος είχε το θάρρος να αναλάβει το πολιτικό κόστος των αναγκαίων επώδυνων μέτρων και λοιπά.
Και σκεφτόμουν ότι όντως, τελικά, είναι αλήθεια.

Μας περνάνε για τόσο ηλίθιους.

Ο πρωθυπουργός, Έλλη, δεν ανέλαβε κάποιο κόστος, ανακοινώνοντας τα μέτρα, το ξέρετε. Ο πρωθυπουργός απέφυγε ένα μεγάλο κόστος. Απέφυγε το ανεπανόρθωτο κόστος για τη δική του πολιτική καριέρα και, ταυτόχρονα, για την πολιτική του υστεροφημία, να συνδεθεί το όνομά του με τη σύγχρονη χρεωκοπία της χώρας. Δεν είχε επιλογή ο πρωθυπουργός. Εάν είχε, πολύ κακώς τελικά θα είχε πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση. Αλλά δεν είχε. Και πάντως δε θυσίασε την πολιτική του καριέρα για χάρη της χώρας, όπως κοντεύουνε να μας το παρουσιάσουνε ώρες-ώρες.

Πολύ περισσότερο δε, ο πρωθυπουργός δεν είναι κανένας ιδιαίτερος τζέντλεμαν-ήρωας της ιστορίας. Αυτός που έλεγε στην τηλεόραση, στις συνεντεύξεις και στα ντιμπέιτ, “λεφτά υπάρχουν”, αυτός ας εξηγήσει τότε όλες αυτές τις ιστορίες με τα ΔΝΤ και τα ΦΠΑ και τις συντάξεις ή ας τα βάλει απ’ την τσέπη του.

Δε χρειάζεται καν να πούμε ότι ασφαλώς και ήξερε. Αλλά και να μην ήξερε, αν ήταν τζέντλεμαν και ήρωας, όπως μας τον παρουσιάζουν, και όχι άλλος ένας ψεύτης και λωποδύτης, θα έλεγε: “κάναμε λάθος, δεν υπάρχουν λεφτά, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα που σας παρουσιάσαμε για να μας ψηφίσετε, τα πράγματα έχουν ως εξής με βάση την απογραφή που κάναμε, τώρα προκηρύσσουμε νέες εκλογές και σας παρουσιάζουμε το προσαρμοσμένο στα καινούρια δεδομένα πρόγραμμά μας για να μας δώσετε νέα και ουσιαστική εντολή”. Σενάριο επιστημονικής φαντασίας; Φυσικά. Αλλά από τον πολύ ρεαλισμό, ας μην ξεχνάμε πού και πού τη διαφορά ανάμεσα στο να έχεις αρχίδια και στο να κρύβεσαι κάτω από τα φουστάνια των δημοσιογράφων.

Των μεγαλοδημοσιογράφων που δουλεύουν για τους μεγαλοεπιχειρηματίες που χρωστάνε εκατομμύρια εκατομμυρίων στο ΙΚΑ, τη στιγμή που το ΙΚΑ δεν έχει λεφτά να καταβάλει στους συνταξιούχους τις συντάξεις. Και τους μεγαλοεπιχειρηματίες, όχι μόνο δεν τους αγγίζει φυσικά ποτέ κανείς, αλλά έχουν το θράσος κάτι σιχαμεροί τύποι σαν τον Δασκαλόπουλο να μας κουνάνε και το δάχτυλο. Κι ας λέγαμε προεκλογικά στο λαουτζίκο ότι τα λεφτά θα τα πάρουμε λίγο-πολύ από αυτούς που τα χρωστάνε. Γιατί αυτό λέγαμε τότε. Δε λέγαμε ότι θα τα πάρουμε από τους συνταξιούχους, που δούλευαν 40 χρόνια και τους κράταγαν τα ταμεία κάθε μήνα τις μισές αποδοχές για να έχουν μια μέρα αξιοπρεπή σύνταξη, και ότι θα έρθουμε τώρα να τους κόψουμε λεφτά από τη σύνταξη, τώρα που ούτε να δουλέψουν πια μπορούν, ούτε και να βγουν στους δρόμους να πλακώνονται με τα ΜΑΤ. Κι όμως, περίεργο, από τη σύνταξή τους κάνουμε τελικά τις περικοπές, ενώ λέγαμε ότι θα πατάξουμε τη διαφθορά, διότι εμείς δεν είμαστε των κυκλωμάτων.

Πλακάκια όμως κι εμείς, κύριε Παπανδρέου, όπως και όλοι οι πολιτικοί, με τους επιχειρηματίες. Για να βγαίνουν μετά η Στάη και ο Pretender-ης να κολλάνε τσιχλόφουσκες στα μάτια και στ’ αυτιά μας και κάτι καλοπληρωμένες πένες της συντηρητικής προπαγάνδας όπως η Τέτα Παπαδοπούλου της Ελευθεροτυπίας να μας πείθουν ότι φταίμε ακόμα κι όταν διαδηλώνουμε. Κι από πάνω να απλώνεται σαν ομίχλη η ομερτά της μεγάλης ελληνικής μαφίας πολιτικών-επιχειρηματιών-δημοσιογράφων.

Η τηλεόραση, με την ικανότητά της να σου δίνει την επόμενή σου σκέψη μασημένη στον καναπέ σου, και, δευτερευόντως, η στρατευμένη δημοσιογραφία του έντυπου τύπου, έχουν πια καταστρέψει την Ελλάδα. Και καθόλου δεν έτυχε. Πέτυχε. Γιατί ήταν και είναι μέρος του όλου σχεδίου.

Wednesday, May 12, 2010

Καρέ

Σήμερα είναι 4 χρόνια από τότε που πρωτοξεκίνησα αυτήν εδώ τη “στήλη” που ονομάζεται blog, με το μαύρο φόντο και τα άσπρα γράμματα.
Όταν διαβάζω τα πρώτα posts, σκέφτομαι πως ήμουν άλλος άνθρωπος τότε. Όχι ότι έχω αλλάξει τόσο πολύ, αλλά ως προς τον τρόπο που έγραφα ίσως, ή μάλλον ως προς αυτά που θυμάμαι ότι σκεφτόμουν καθώς έγραφα. Τώρα δεν έχω πια κανένα ιδιαίτερο άγχος ότι θα αλλάξει η τροχιά της γης άμα γράψω ή δε γράψω κάτι παραπάνω ή λιγότερο ή άμα το πω έτσι ή αλλιώς. Επίσης έχω γλυτώσει από την ανάγκη να γράφω ντε και καλά και οι αναρτήσεις είναι κυρίως πράγματα που θα ήθελα να πω σε μένα ή που απλώς θα ήθελα να υπάρχουν κάπου κρεμασμένα. Άλλωστε, δεν έχω το χρόνο να ασχολούμαι τόσο πολύ και δεν μπορώ να διαθέσω τόση φροντίδα στο blog όση κάποτε.

Το blog όμως ζει και θα συνεχίσει να ζει.

Μετά λύπης παρατηρώ ότι από τα blogs που ήταν συνοδοιπόροι του δικού μου τον καιρό της πρώτης του νιότης, δεν λειτουργεί πια σχεδόν κανένα, ίσως και κανένα.

Έχει αλλάξει και η bloggόσφαιρα από τότε, τότε ήταν εδώ κάτι καινούριο που διαδιδόταν και στην αρχή ήταν περίπου όλοι γνωστοί με όλους, τουλάχιστον “εξ όψεως”, κάποιος θα είχε πετύχει τον άλλον πχ. στον blog του Νίκου Δήμου, κλπ.. Τώρα είναι κάτι το αχανές, υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες ελληνικά blogs με τελείως διαφορετικά είδη και σκοπούς, άγνωστοι όλοι μεταξύ αγνώστων. Δεν το λέω ως κακό, εννοώ πως έχει αλλάξει ο περιβάλλων χώρος και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Στα πλαίσια της μικρής ανασκόπησης που συνηθίζω (1,2,3, τα αντίστοιχα με το σημερινό επετειακά posts των τελευταίων ετών): πρώτο post του blog το “Ιεράπετρας και πάσης Ελλάδος”, post με τα περισσότερα σχόλια στον καιρό του “Η νονά” που συγκέντρωσε 41 σχόλια σε λιγότερες από 2 μέρες, μακροπρόθεσμα όμως το “Anarchy in Greece”, που συγκέντρωσε 53 σχόλια με το πέρασμα του χρόνου, post με τα περισσότερα hits τα “Μεταλλαγμένα προϊόντα”, αφού εμφανίζονται 5α στη σχετική αναζήτηση στο Google, και τώρα τελευταία και το “Γράμμα σ’ έναν ποιητή”, ενώ δικό μου αγαπημένο είναι μάλλον το παραμύθι “Join your Imagination: 1,2,3” και πιο κατεστραμμένη στιγμή της διαδρομής του blog ήταν σίγουρα “Το π, οι Ελ και οι Fanatsou με σήμα το (sn)”… Ωραίες εποχές!

Τέλος, θα ήθελα να παραθέσω και τα posts (1,2,3,4) που είχα αφιερώσει κατά καιρούς στα blogs που διαβάζω εγώ και που ήταν πάντα εκεί δεξιά, περισσότερο ως tribute σε αυτούς που “δεν είναι πια μαζί μας”, στην bloggόσφαιρα ή και γενικώς.

Ευχαριστώ για τις επισκέψεις και εύχομαι καλή συνέχεια σε όλους.

Monday, May 03, 2010

Το βιολί

Και νύχτα μέρα ο λογισμός
φουρτούνιαζε μέσα μου τέτοιος:

Γύφτο οι αλλόφυλοι με κράζουν,

κι οι γύφτοι αλλόφυλο με λένε,
κι οι δουλευτάδες ακαμάτη,
και οι σπλαχνικές καρδιές με κλαίνε,
κι οι χαροκόποι δε με θέλουν,
και μ' είπαν οι γεροί σακάτη,
παλιάτσο με είπε και ο σακάτης
κι οι ονειροπλέχτες με κοιτάζουν
πάντα με ξαφνισμένο μάτι,
σαν όνειρο άπρεπο και ξένο,
καθώς διαβαίνω,
και τα στοιχειά καταφρονάνε
τη σάρκα μου, και σα στοιχειό
με τρέμουν οι άνθρωποι, και κάνω,
και να σταυροκοπιένται κάνω
τον άθεο και το χριστιανό.

Κι αν είμ' εγώ σαν ένα δέντρο,

και στα κλαδιά μου κελαηδάνε
χιλιόχρωμα χίλια πουλάκια
χίλια τραγούδια στα κλαδιά μου,
κούφιος εμένα είν' ο κορμός μου,
στήσανε μέσα του κονάκι
φρύνοι, μαμούδια, σερπετά,
και στην κορφή μου είν' η δροσιά
κι είναι στη ρίζα μου φαρμάκι.
Και κανενός ακουμπιστήρι,
σκέπη δεν είμαι κανενός,
στην όψη μου είν' ο ουρανός
κι η κόλαση μες στο βυθό μου,
στη μέση υψώνομαι του δρόμου,
και μπόδισμα και σκιάχτρο εγώ είμαι˙
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δεν είμαι δέντρο, είμαι κουφάρι,
είμαι η μονιά του σάπιου, η τρύπα
του γλιστερού, χτύπα με, χτύπα,
τι αργείς, ω πέλεκα, τι αργείς;
Δε φύτρωσε, όχι, εμένα, εμένα
με τίναξε μια μαύρη γης! –

Κι εκεί που τέτοιοι λογισμοί

το νου μου εμένα φουρτουνιάζαν,
μιαν απριλιάτικην αυγή
στο βαθυπράσινο λαγκάδι,
σε μια σπηλιά καταμπροστά,
κάτι αγναντεύω κατά γης
μισοθαμμένο μες στο χώμα,
και που ξεμύτιζε απ' το χώμα,
σαν κλώνος μέσα από το χώμα,
και σάμπως να 'θελε και πάλι,
σκεπάζοντάς το, να το θάψει,
το 'σφιγγε το περιπλοκάδι,
και στο γαλάζιο αχνοσκοτάδι
πρωί πρωί
το 'βλεπες πότε σα χεράκι,
πότε σαν ένα μαυροκόκκινο
λαβωμένο πουλί.

Σκύβω και βρίσκω ένα βιολί.


(aπόσπασμα από το συνθετικό ποίημα του Κωστή Παλαμά "Ο δωδεκάλογος του γύφτου", 1907)