Monday, September 10, 2012

Pourquois?

“Εγώ δε θέλω να φύγεις”, μου είπε. “Αν φύγουν όλοι όσοι αξίζουν, εδώ ποιος θα μείνει; Και τέλος πάντων τι άλλο πρέπει να συμβεί για να το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει να ασχοληθούμε;”
Σ’ αυτό το τελευταίο είχε δίκιο, και πράγματι με έβαλε σε σκέψεις, ως πότε θα ανέχεσαι να μην ασχολείσαι, ως πότε θα αποδέχεσαι ότι θα αποφασίζουν για σένα μόνο ανίκανοι κι αγορασμένοι, για να μην μπλέξεις;
Και για κάμποσο με προβλημάτισε αυτή η σκέψη, ότι δηλαδή πιο πολύ από σεβασμό απέναντι στο εαυτό σου, οφείλεις να υπάρχεις κάπου, κάπου δίπλα σε αυτά που πιστεύεις και λες. Κι άσε που, εντάξει, άσε τα κοινά, αλλά έστω από σεβασμό πάλι, απέναντι σε σένα και στους άλλους, δε φεύγεις από την ομάδα όταν χάνει και δεν πηδάς από το καράβι όταν βουλιάζει, σωστά;
Κι όμως τελικά, και επειδή μεγαλώνοντας κάπως διαχώρισα τη θέση μου από την Ελλάδα και τον Έλληνα, και κάπως σταμάτησε να με εκφράζει η εθνικότητα και (πολύ περισσότερο) η υπηκοότητά μου (και γι’ αυτό φταίω εγώ αλλά φταις κι εσύ, “μέσε Έλληνα”, ναι εσύ, εσύ πιο πολύ απ’ τον Πάγκαλο), κάπου λοιπόν άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εγώ με το καράβι δεν έχω σχέση. Ή τέλος πάντων pourquois, που λεν κι οι Γάλλοι.
Για να το πω απλά, δεν είναι ότι δεν αγαπάω την Ελλάδα, κι ας μην ήταν σε θέση να φροντίσει για τίποτα, η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα ασυγχώρητο μπουρδέλο αλλά παραμένει όμορφη χώρα και, κυρίως, κουβαλάει ένα ανυπέρβλητο συμβολικό φορτίο.
Είναι όμως ότι δεν αγαπάω εσένα, “μέσε Έλληνα”. Γιατί για κάθε σου αρετή, χρεώνεις άλλες δέκα “παθογένειες” καμαρωτές, που ναι, θα ξεριζωθούν, αλλά θα περάσουν δεκαετίες. Τόσες δεκαετίες, που θα είμαι τυχερός αν υπάρχω ακόμα.
Ελληνοθωμανική καθυστέρηση, υστέρηση, και λοιπά.
Αυτό δε σημαίνει ότι δε με ενοχλεί όλο αυτό που συμβαίνει, με ενοχλεί γιατί έχω καταλήξει να το ορίζω ως φόνο εκ προμελέτης και όχι ως ατύχημα ούτε ως αυτοκτονία. Και, παρ’ όλο που ίσως είμαστε αυτοί που το αξίζουμε περισσότερο απ’ όλους, εξακολουθεί να είναι άδικο και τόσο μα τόσο ξετσίπωτο, που εξοργίζει.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ την άλλη βδομάδα φεύγω. Δε σου λέω για πάντα, αλλά πάντως φεύγω.
Πάω σε μια χώρα για την οποία μπορείς να πεις ό,τι θες, αλλά ένα είναι το σίγουρο: ότι το κράτος σε σέβεται, δείχνει να νιώθει ότι σου χρωστάει κάποια πράγματα, και ότι ο διπλανός σου έχει μάθει κι αυτός να σέβεται πέντε-δέκα βασικά πράγματα σε σένα, σημαντικότερο των οποίων ίσως το γεγονός ότι δεν του χρωστάς τίποτα.

ΥΓ: Αυτός που δεν ήθελε να φύγω, έφυγε πριν από μένα, στην ίδια πόλη που θα πάω κι εγώ.