Wednesday, February 27, 2008

Τζιβαέρι

Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου,
το μοσχολούλουδό μου...
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά...

Αχ, εγώ 'μουνα που το ’στειλα, τζιβαέρι μου,
με θέλημα δικό μου...
Σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γη...

Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου,
εσέ και το καλό σου...
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά...

Αχ, που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου,
και το ’κανες δικό σου...
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά...

Όταν τη βρήκα στο παγκάκι ακούνητη, χωρίς ούτε να ακούει τα βήματά μου, παρά μόνο το κασκόλ της να χορεύει με τον άνεμο, καθώς χάζευε τη θάλασσα, μου ήρθε στο μυαλό το "Τζιβαέρι".

Saturday, February 23, 2008

Για μια φίλη ταξιδιάρα που θα μου λείπει πάντα

Λουλούδια κι άστρα

στο χωράφι τ' ουρανού.

Σταυροβελονιές, φως

στο κέντημά του.

Τα μάτια μου.

Η ανάσα σου.

Εσύ κι εγώ.


Ήμουν στη θάλασσα κι απόψε και σου μίλαγα.

Καμιά φορά όταν λείπεις σου μιλάω.


Καρέ καρέ περνάνε θραύσματα ζωής από μπροστά μου.

Γιατί αυτό είναι οι αναμνήσεις.

Φωτογραφίες ζωής. Ταξινομημένες στο album της καρδιάς μας.

Μόνο που αυτό το album δεν ξεθωριάζει, δε φθείρεται με το χρόνο.

Ή μάλλον πιο σωστά, επιλέγει να ξεθωριάσει και να καταχωρήσει στις πίσω πίσω σελίδες του ό,τι δεν είναι λαμπερό, ό,τι το σκοτεινιάζει, ό,τι χαράζει πληγές, ό,τι αφήνει σημάδια "χρώματα μουντά".

Σκέφτομαι, νιώθω, ζω, ξαναζώ, "ταξιδεύω στη χώρα της καρδιάς", σε κοιτάζω πιο βαθιά, σε αγαπάω διαρκώς.


Πόσα σου λέω, μικρά κι ασήμαντα, και πώς καταλαβαίνεις.

Πώς με ακούς και πώς χαμογελάς.


Αναπνέω μαζί σου, έστω μακριά σου.

Σ' ευχαριστώ που είσαι κομμάτι μου.


Όπου και να ‘σαι, είσαι κομμάτι μου.

Όπου και να ‘σαι, είμαι κοντά σου.


* Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου δεν ανήκει σε μένα. Αλλά και όλο το κείμενο, δεν ανήκει σε μένα. Ανήκει σε μια φίλη ταξιδιάρα, που θα μου λείπει πάντα.

Wednesday, February 20, 2008

Ο Σουζούκι, ο Σόνυ και ο Ζίμενς

Βρισκόμαστε σε ένα αμερικανικό κολλέγιο.
Είναι η πρώτη μέρα του ακαδημαϊκού έτους.
Η δασκάλα παρουσιάζει στα αμερικανάκια έναν καινούριο συμμαθητή τους, τον Ιάπωνα Σακίρο Σουζούκι (γιο του διευθυντή της Σόνυ) και το μάθημα αρχίζει με μικρές ερωτήσεις ιστορίας.
"Για να δούμε λοιπόν, πόσο καλοί είστε στην αμερικανική ιστορία;", λέει η δασκάλα. "Ποιος είπε ‘δώστε μου ελευθερία ή δώστε μου θάνατο’;"
Κάποιοι μουρμουρίζουν αλλά κανείς δεν σηκώνει το χέρι του, εκτός από τον καινούριο:
"Ο Πάτρικ Χένρυ το 1775 στη Φιλαδέφεια", απαντά.
"Μπράβο Σουζούκι. Και ποιος είπε ‘κυβέρνηση του λαού, από το λαό και για το λαό’;", ξαναρωτά την τάξη η δασκάλα.
"Ο Αβραάμ Λίνκολν, το 1863 στο Γκέτυσμπουργκ", απαντά και πάλι ο Σουζούκι.
Η δασκάλα κοιτάζει αυστηρά την τάξη και λέει: "Ντροπή σας! Ο Σουζούκι είναι Γιαπωνέζος και ξέρει την αμερικανική ιστορία καλύτερα από σας!"
Τη σιωπή στην τάξη σπάει μια μικρή φωνή από τα πίσω θρανία: "Ρε δεν πάτε να γαμηθείτε όλοι, μαλάκες Γιαπωνέζοι!"
"Ποιος το είπε αυτό;;;" ρωτάει αυστηρά η δασκάλα.
Ο Σουζούκι σηκώνει το χέρι του και χωρίς να περιμένει λέει: "Ο στρατηγός Μακάρθουρ, το 1942, στη διώρυγα του Παναμά και ο Λι Ιακόκα, το 1982 στη γενική συνέλευση της Τζένεραλ Μότορς."
Η τάξη βυθίζεται στη σιωπή. "Θέλω να ξεράσω", ακούγεται μια ξεψυχισμένη φωνή.
"Ποιος το είπε αυτό;;;" ξαναρωτάει με το ίδιο βλοσυρό ύφος η δασκάλα.
Και ο Σουζούκι πετάγεται πάλι: "Ο Τζορτζ Μπους ο πρώτος, στον πρωθυπουργό Τανάκα κατά τη διάρκεια επίσημου δείπνου στο Τόκιο το 1991".
Ένας μαθητής σηκώνεται όρθιος και ξεσπάει: "Ρε δε μας παίρνεις καμιά πίπα, λέω γω!!!"
Και ο Σουζούκι, ψύχραιμα: "Μπιλ Κλίντον στη Μόνικα Λουίνσκι, το 1997, στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου".
Δυο τρεις μαθητές πετάγονται και φωνάζουν: "Α γαμήσου ρε μαλακισμένο, Σουζούκι".
Ατάραχος ο γιαπωνέζος: "Βαλεντίνο Ρόσι, παγκόσμιο πρωτάθλημα μοτοσικλέτας, ράλι Νότιας Αφρικής, το 2002".
Κόλαση στην τάξη, οι μαθητές ουρλιάζουν και πετάνε καρέκλες, η δασκάλα έχει σωριαστεί λιπόθυμη και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο διευθυντής: "Ε, μα την Παναγία, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μπουρδέλο."
Και στο βάθος ακούγεται πάλι η φωνή του Σουζούκι: "Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Καραμανλής, το 2007, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησής του."

Tuesday, February 19, 2008

Αποκλειστικό: Το DVD του Ζαχόπουλου


Wednesday, February 13, 2008

Οι ξανθιές και οι άλλες

...
"Τυπική συμπεριφορά ξανθιάς" είπε χωρίς έκπληξη ο Σκρέτα.
"Νομίζετε πως διαφέρουν οι ξανθές από τις μελαχρινές;" είπε ο Μπέρτλεφ, αμφιβάλλοντας για την πείρα του Σκρέτα με τις γυναίκες.
"Ούτε λόγος!" είπε ο Σκρέτα. "Τα ξανθά και τα μαύρα μαλλιά είναι οι δύο πόλοι της ανρθώπινης φύσης. Τα μαύρα σημαίνουν ανδρισμό, θάρρος, ειλικρίνεια, δράση, ενώ τα ξανθά συμβολίζουν τη θηλυκότητα, την τρυφερότητα, την αδυναμία και την παθητικότητα. Μια ξανθιά δηλαδή στην πραγματικότητα είναι δύο φορές γυναίκα. Μια πριγκίπισσα μόνο ξανθιά μπορεί να είναι. Γι' αυτό και οι γυναίκες για να είναι όσο πιο γυναίκες γίνεται, βάφουν τα μαλλιά τους ξανθά και ποτέ μαύρα."
"Πολύ θα ήθελα να μάθω πώς επιδρούν οι χρωστικές ουσίες στην ανθρώπινη ψυχή" εξέφρασε την αμφιβολία του ο Μπέρτλεφ.
"Δεν είναι θέμα χρωστικών ουσιών. Η ξανθιά προσαρμόζεται ασυνείδητα στο χρώμα των μαλλιών της. Και προπάντων αν είναι μελαχρινή που τα βάφει ξανθά. Θέλει να είναι πιστή στο χρώμα της και συμπεριφέρεται σαν εύθραυστο πλάσμα, σαν ελαφρόμυαλη κούκλα, απαιτεί τρυφερότητα και περιποίηση, γενναιοδωρία και διατροφή, είναι ανίκανη να κάνει το παραμικρό από μονάχη της, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα. Έτσι και γίνονταν μόδα παγκοσμίως τα μαύρα μαλλιά, η ζωή μας στον κόσμο αυτό θα ήταν σαφώς καλύτερη. Θα ήταν η πιο χρήσιμη κοινωνική μεταρρύθμιση που έγινε ποτέ."
...

(από Το βαλς του αποχαιρετισμού του Μίλαν Κούντερα)

Saturday, February 09, 2008

Το τραγούδι της αδελφής μου

Θυμάσαι;
Σούχε χαρίσει κάποτε η μητέρα
ένα ρόδινο φόρεμα
και μια μικρή ρόδινη ομπρέλα.
Ανέβαινες την ανθισμένη πλαγιά
το εαρινό πρωινό
ανάλαφρη και διάφανη
- ένα ρόδινο νέφος φωτός.
Κοιτούσες τον ουρανό
σαν κάτι από ψηλά να σε καλούσε.
Μόνο οι θλιμμένες πλεξίδες
των μαύρων μαλλιών σου
βάραιναν τη λεπτή σου ράχη.
Φοβόμουν
μήπως μιαν ώρα χαθείς
όμοια με ρόδινο φως
μέσα στη δύση.
Μάζευα τότε
όστρακα στιλπνά
και πολύχρωμα βότσαλα
απ' τ' ακρογιάλι του νησιού μας
για να δω τα μάτια σου
να χαμογελούν
και να μαγέψω την καρδιά σου
που διαλυόταν αθόρυβα
στη θλίψη του κόσμου.
Μα δεν ήξερες να γελάς.
Έκανα φτερά τα δάκρυά σου
κ' έφευγα μακριά για να σου φέρω
τη γύρη του αιθέρα
να ραντίσω τη σιωπή σου.
Όμως δεν ήξερες να δέχεσαι.
Χάριζες.
Μόνο χάριζες.
Όλα τα δώρα σου
τα μοίρασες
κ' έμειναν άδειες
οι παλάμες σου.
Έγειρες το κεφάλι
- πικραμένο πουλί,
στη σκοτεινή φτερούγα σου
και τραγούδησες το απίστευτο τραγούδι
του πληγωμένου σύμπαντος.
Αδελφή μου,
ύψωσε το κεφάλι.
Σκύβω σιμά σου και σου φέρνω
τους παιδικούς μας όρθρους
ν' αναπνεύσεις βαθιά
την αλμύρα του νησιού μας,
τους βραδινούς φλοίσβους
και περνώντας την ομίχλη του νόστου
ν' αράξεις κοντά μου.
Γύρισε, αδελφή μου,
στη μικρή Βηθλεέμ
που μας γέννησε ωραίους και ταπεινούς
κ' εγώ, θα δεις, θα μαδήσω
τα όνειρα των Ιεροσολύμων
που μ' έπαιρναν μακριά σου
και θα μείνω για πάντα στο πλάι σου
- ένα σεμνό τριζόνι,
για να σου τραγουδώ
τα βράδια του έαρος.
Δε μ' ακούς;

( από Το τραγούδι της αδελφής μου, του Γιάννη Ρίτσου)

Στην Ελίζα και στην Kiara που μου ζήτησαν ένα ποίημα.

Thursday, February 07, 2008

Ο Άγιος Θηβών

Καλούλης φαίνεται.
Υπάρχει περίπτωση να μοιράσει την αμύθητη περιουσία της Εκκλησίας στους φτωχούς;
Όσο η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα είναι "ασφαλώς όχι", τόσο θα μου είναι εντελώς αδιάφορος ο κάθε "Άγιος" που αναλαμβάνει αρχιεπίσκοπος.

Wednesday, February 06, 2008

Τα ε-και

Πρόκειται για θεατρικά έργα.
Όλα αυτά τα νέας κοπής, ελληνικού σεναρίου συχνά αλλά όχι απαραίτητα, που δείχνουν υποτίθεται τη μιζέρια του κόσμου μας, τη βαρεμάρα των νέων και την έλλειψη οραμάτων, τον κορεσμό της κοινωνίας, τα οικογενειακά προβλήματα, την καθημερινή τριβή, γενικότερα το ανούσιο της ζωής σήμερα.
Αυτά με τον ωμό ρεαλισμό, το γυμνό, τους ηθοποιούς που κυκλοφορούν με τα σώβρακα, τις πολλές βρισιές, την κατάθλιψη των 4 τοίχων, την απουσία ιδιαίτερης πλοκής.
Και, παρατηρώντας τον ενθουσιασμό του κοινού για τέτοια έργα, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο κόσμος έχει ξεχάσει ή ίσως ο περισσότερος δεν έχει καν μάθει ποτέ τι θα πει καλό θέατρο, πώς είναι μια παράσταση που σε ταξιδεύει, ή και μία παράσταση που σε συγκινεί, αλλά όχι επειδή προσπαθεί να σου εκβιάσει μια αίσθηση κατάντιας και μια στεναχώρια γι' αυτήν την κατάντια, κάτι που τελικά καταλήγει να είναι πιο μίζερο κι από την ίδια τη μιζέρια που παρουσιάζει, πιο αδιάφορο κι από την αδιαφορία που πραγματεύεται, πιο σύστημα κι απ΄ το σύστημα που προσπαθεί να παρακάμψει.
Ίσως την πρώτη φορά που θα δεις κάτι τέτοιο, να σου προκαλέσει πράγματι μια μελαγχολία ή να σε βάλει σε σκέψεις. Ίσως και τη δεύτερη. Από 'κει και πέρα, το μόνο που σου μένει βγαίνοντας από το θέατρο, είναι η απορία αν ήθελε να μας πει κάτι περισσότερο ο ποιητής ή απλώς να μας μιζεριάσει.
Είναι η απορία: "Ε και...;"

Tuesday, February 05, 2008

Ανδρών επιφανών... απορία ψάλτου

Αυτό με το λαϊκό προσκύνημα, χαριτωμένο είναι;
Εννοώ αυτό που έχει πεθάνει ο άλλος και, αντί να τον αφήσουνε στην ησυχία του, τον πασπατεύουνε, τον φιλάνε, τον ζουλάνε και του λένε γλυκόλογα.
Είχα την αίσθηση πως ένα από τα ανθρώπινα ήθη, που έκαναν εξαρχής το είδος μας να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα της πανίδας, ένα από αυτά που ήταν τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια της δημιουργίας των πρώτων πολιτισμών από τον άνθρωπο, ήταν ότι έθαβαν τους νεκρούς τους. Ακόμα και τους εχθρούς φρόντιζαν μετά το θάνατό τους. Ή τους έκαιγαν, ή τέλος πάντων κάτι τους έκαναν, δεν τους άφηναν μες στη μέση.
Είναι θέμα σεβασμού προς το νεκρό.
Καταρχάς, ο άνθρωπος δε βρίσκεται πια εκεί. Εκεί είναι μόνο λίγη κρύα ύλη, χωρίς ψυχή και χωρίς πνεύμα. Όλοι αυτοί οι λόγοι που μας έκαναν να θέλουμε να τιμήσουμε κάποιον ή να προσκυνήσουμε στη μνήμη του ή να προσευχηθούμε για την ψυχή του, δε βρίσκονται πια εκεί.
Αλλά πέρα απ' αυτό. Έχεις ένα άψυχο σώμα. Ένα σώμα που δεν άντεξε άλλο να κουβαλάει την ψυχή που ζούσε μέσα του και την ξεφορτώθηκε. Για να αναπαυθεί εν ειρήνη.
Πώς να αναπαυθεί εν ειρήνη όταν το αφήνουν 4 μέρες σε λαϊκό προσκύνημα, ώστε να περάσουν κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων να το πασπατεύσουν;
Και τέλος πάντων, τι χαρά παίρνει κάποιος όταν το κάνει αυτό;
Συμμερίζεται κανείς τις σκέψεις μου ή είμαι ο μόνος παράλογος;