συνέχεια...
ΜΕΡΟΣ Β': Το μυστήριο τραίνο
Ήταν ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι και ο Σάββας έκανε βόλτα στο χωριό, που είχε φορέσει τα καλά του για τις γιορτές.
- Τουτ-τουουουτ!!!, ακούστηκε κάτι σα φωνή από μακριά.
Ξαφνιάστηκε.
- Τουουτ τουουουτ!!!
- Ποιος είναι;
Ένα παράξενο τραίνο εμφανίστηκε θαρρείς από το πουθενά και σταμάτησε δίπλα σε κάτι στολισμένα δέντρα.
Ένας περίεργος τύπος με άσπρη γενειάδα έβγαλε το κεφάλι του από το βαγόνι που ήταν πίσω από τη μηχανή.
- Έλα παιδί μου, κάνε γρήγορα, σε περιμένουν.
Ο Σάββας μπερδεύτηκε. Ανέβηκε στο τραίνο, διστακτικά.
- Τουουουτ!!!, έκανε ο γέρος και ξεκίνησε. Έχει χαλάσει η κόρνα, είπε γυρνώντας προς το μέρος του, και αναγκάζομαι να την κάνω εγώ.
- Ποιος είσαι;, ρώτησε ο Σάββας.
- Α μπα, κανείς.
- Κανείς; Όλοι οι άνθρωποι, κάποιοι είναι.
- Όλοι οι πραγματικοί, τον διόρθωσε ο γέρος και κοίταξε προς το μέρος του. Να γιατί βαριέσαι τόσο, μικρέ, δεν έχεις μάθει να χρησιμοποιείς τη φαντασία σου.
- Νομίζεις ότι με ξέρεις;, αντιμίλησε ο μικρός.
- Εσύ νομίζεις ότι σε ξέρεις;, του απάντησε ο γέρος.
- Εγώ νομ…, πρόλαβε μόνο να ψελλίσει ο Σάββας πριν του κλείσει ο γέρος το στόμα με το χέρι του.
- Σσσστ!, του έδειξε με το δάχτυλο. Περνάμε από τους εφιάλτες, έσκυψε και του είπε στο αυτί.
Και τότε μόλις παρατήρησε ο Σάββας ότι απ’ έξω ακούγονταν κραυγές, γρυλλίσματα, ένα σωρό άλλοι τρομακτικοί ήχοι και κλάματα παιδικά. "Τουτ", έκανε ο γέρος ψιθυριστά, ρίχνοντας μια συνωμοτική ματιά στο Σάββα.
- Βρισκόμαστε στον κόσμο της φαντασίας, είπε ο γέρος όταν απομακρύνθηκαν αρκετά. Εδώ ήταν η χώρα με τους εφιάλτες. Αφού την αφήσαμε πίσω, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.
- Και πού ακριβώς πάμε;
- Δεν είπαμε ότι σε περιμένουν;
- Κανείς δε με περιμένει, τον έκοψε ο Σάββας, που έβλεπε από το παράθυρο κάτι πράσινα άλογα να κάνουν παρέα με δύο μονόκερους.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος, μικρέ;, είπε ο γέρος και έξυσε τη γενειάδα σκεπτικός.
- Δεν έχω φίλους, απάντησε ο μικρός.
- Τότε πάμε να βρεις.
- Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο.
- Μπα, και γιατί;
- Δεν ξέρω. Ο μπαμπάς μου λέει ότι είμαι ανάποδος.
- Μα και βέβαια είσαι ανάποδος!, είπε γελώντας ο γέρος. Τουουουτ!!! Απλώς δεν έχεις βρει κάποιον που να σε κοιτάζει ανάποδα.
Ο Σάββας αδυνατούσε να καταλάβει και κοίταζε έξω ένα γάτο που κυκλοφορούσε με παπούτσια και μια κοπέλα που προσπαθούσε να φορέσει ένα στενό γοβάκι. "Αυτή πρέπει να είναι η χώρα με τα παραμύθια", σκέφτηκε, ενώ στο βάθος ένα παιδάκι σκαρφάλωνε σε μια πανύψηλη φασολιά.
Ο γέρος είχε αφήσει για λίγο τη μηχανή για να γράψει κάτι σε ένα χαρτί. Καθώς πλησίασε ο Σάββας, είδε γραμμένο το όνομα του με κεφαλαία: ‘ΣΑΒΒΑΣ’.
- Βλέπεις; Διαβάζεται και ανάποδα!, είπε ο γέρος και άρχισε να γελάει φωναχτά, μέχρι που έπιασε το βλέμμα του μικρού και αμέσως συμμαζεύτηκε. Λίγη φαντασία χρειάζεται μόνο, συνέχισε, και πήρε πάλι το μολύβι για να συμπληρώσει ‘ANNA’.
- Άννα;
- Τι νομίζεις, μικρέ; Ότι είσαι ο μόνος ανάποδος στο σύμπαν;
O Σάββας πλησίασε και πάλι το παράθυρο, για να προσέξει ότι έξω το τοπίο ήταν ζωγραφιστό.
- Διασχίζουμε τη χώρα των κόμικς, είπε ο γέρος, την ώρα που εκείνος χάζευε κάτι παπιά και δυο περίεργα ποντίκια.
- Και πού θα βρω ένα μέρος που να διαβάζουν ανάποδα;, συνέχισε τις ανόητες ερωτήσεις.
- Στην ανάποδη χώρα, απάντησε ατάραχος ο παράξενος αυτός τύπος. Τουουτ τουουτ!!!
Ο Σάββας δεν εντυπωσιάστηκε. Έξω άλλωστε ένας τύπος με μια στολή πετούσε στον αέρα και ένας τεράστιος γορίλλας έκανε φασαρία.
- Υπάρχει πραγματικά τέτοιο μέρος;
- Πραγματικά; Όχι. Πραγματικά, δεν υπάρχει. Στον κόσμο της φαντασίας, όμως, αρκεί να φανταστείς κάτι για να υπάρξει.
Ο Σάββας είχε από ώρα σταματήσει την προσπάθεια να καταλάβει, όταν ο γέρος σταμάτησε το τραίνο.
- Εδώ κατεβαίνεις. Το νου σου, το ονειροπίστολο θα σε οδηγήσει εκεί που πρέπει.
- Το ονειροπίστολο, αποκλείεται.
- Και γιατί;, ρώτησε ο γέρος παίρνοντας ένα ύφος αστείο.
- Γιατί είναι πραγματικά άχρηστο.
- Πραγματικά; Μικρέ, αργείς να μάθεις. Πραγματικά, ίσως είναι άχρηστο. Μπορείς όμως να βάλεις λίγη φαντασία και να βρεις τι μπορεί να σου λείπει, για να ζήσεις ένα όνειρο… Άντε κατέβαινε όμως, έχω να πάω σε τόσα μέρη.
Ο μικρός κατέβηκε. Στο παράξενο αυτό μέρος, το χώμα ήταν γαλάζιο και ο ουρανός καφέ. Είχε αρχίσει να κουράζεται με όλα αυτά που συνέβαιναν, αλλά δεν έβλεπε και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τα σταματήσει.
- Τουουουτ!, έκανε ο γέρος και το τραίνο ξεκίνησε.
Δίπλα του, υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε 'ΗΣΑΤΣ' και από κάτω με μικρότερα γράμματα 'ΑΡΩΧ ΗΔΟΠΑΝΑ ΝΗΤΣ ΕΤΑΘΛΗΣΩΛΑΚ'. Κοίταξε γύρω και δεν είδε τίποτα άλλο. Το μέρος ήταν απολύτως έρημο και θυμήθηκε το γέρο που του είπε πως δεν έχει φαντασία.
"Αρκεί να φανταστείς κάτι, για να υπάρξει", επανέλαβε από μέσα του τα λόγια του περίεργου τύπου με τη γενειάδα.
- Άννααα!, φώναξε μερικές φορές αναγνωριστικά κρατώντας το ονειροπίστολο στα χέρια του, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν ο αντίλαλός της φωνής του.
συνεχίζεται...