Thursday, March 29, 2007
Wednesday, March 21, 2007
Μισή ιστορία
Το κοίταζε, το ξανακοίταζε, αλλά για κάποιο λόγο δεν τον κάλυπτε.
Κάτι έλειπε.
Ίσως να ήταν όμορφο στα μάτια κάποιου άλλου, όμως ο καλλιτέχνης το έβλεπε διαφορετικά.
Καλλιτέχνης πολύ αξιόλογος, το έγραφε κι η παλιά εφημερίδα που ήταν ανοιγμένη πάνω στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στο βάζο με τα λουλούδια:
"Πρόκειται για έναν πολύ αξιόλογο καλλιτέχνη, που έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα. Εικόνες από τη φύση και τη ζωή συγκινούν τη λεπτή του ευαισθησία και του παρέχουν το κέντρισμα για δημιουργία."
Κάτι τέτοιες κριτικές, βέβαια, του προκαλούσαν απελπισία, όχι τόσο γιατί του μύριζε το καρμπόν, όσο κυρίως γιατί καταλάβαινε ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να κατανοήσει το έργο του, να προσπεράσει την επιφάνειά του και να κοιτάξει στην ψυχή του. Στην ψυχή του έργου, όχι του καλλιτέχνη, που αρέσκονταν να σχολιάζουν οι κριτικοί.
Μα βέβαια! Tου έλειπε ψυχή…
Το κοίταζε, το ξανακοίταζε και τώρα το έβλεπε καθαρά.
Ο χρωματισμός ήταν έντονος, αλλά τα χρώματα δεν ήταν ζωντανά.
Οι γραμμές ήταν ανάλαφρες, μα δεν κατάφερναν να αποτυπώσουν τον αέρα της κίνησης.
Η έκφρασή του ήταν ρεαλιστική, κι όμως δεν απέδιδε την πρωτόγονη και ακατέργαστη ορμή ενός άγριου ζώου.
Ναι, ψυχή του έλειπε του αλόγου.
Μια πνοή.
Και όσο πιο πολύ το συνειδητοποιούσε, τόσο πιο πολύ του φαινόταν η εικόνα θλιμμένη και μελαγχολική, τόσο πιο πολύ ένιωθε ο ίδιος ανάξιος, τόσο πιο πολύ ένιωθε ένοχος που φυλάκισε το ζώο στο μουσαμά.
Ο εσωτερικός διάλογος του καλλιτέχνη διακόπηκε απότομα, όταν πήρε το μάτι του το κάρβουνο, που είχε ξεμείνει όταν ζωγράφισε εκείνον το σωρό με τις πέτρες.
Μια παιδική παρόρμηση τον έσπρωξε προς το κάρβουνο, το άρπαξε, πλησίασε το μουσαμά, και προσέθεσε γρήγορα αλλά προσεκτικά ένα μαύρο κέρατο στο μέτωπο του ζώου, χλευάζοντας έτσι ο ίδιος το άλογό του, απορρίπτοντας το έργο του οριστικά. Ύστερα σήκωσε το καπέλο του από το έδαφος, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε για τη θάλασσα.
Ο παραλογισμός του έμεινε μέσα στο δωμάτιο να γιορτάσει, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε η νυχτερινή καλοκαιρινή αύρα…
Αυτή η καλοκαιρινή αύρα ήταν που μου έδωσε εμένα 5 λέξεις για να φτιάξω ένα κείμενο.
Εγώ όμως άλλαξα τους κανόνες. Έφτιαξα μισό κείμενο.
Το άλλο μισό το αφήνω σε άλλα χέρια, αντί να αφήσω κι εγώ λέξεις.
Εντελώς προαιρετικά, λοιπόν, και εντελώς ελεύθερα ως προς την πλοκή, αλλά και το ύφος, θα ήθελα να δω πώς θα συνέχιζαν την ιστορία οι παρακάτω:
1) Ο έρωτάς μου, που του έκλεψα ιδέες και συμβουλές και για το πρώτο μισό, και έδωσε μια συνέχεια εδώ
2) Η Αλεξάνδρα, που η ιστορία πιστεύω της ταιριάζει, και τελικά μας ζωγράφισε ένα όνειρό της εδώ
3) Η Ραλλού με τα 2 –λ, που μας ταξίδεψε εδώ... δίπλα
4) Η Εβελίνα, γιατί μου αρέσει ο τρόπος που γράφει, όταν γράφει, αλλά αυτή τη φορά... δεν έγραψε
5) Το προβατάκι, επειδή έχω περιέργεια να δω τι θα το κάνει… και η μικρή έλυσε την περιέργειά μου... εδώ
Friday, March 16, 2007
Di sole e d' azzurro
Σκόνη που χόρευε τώρα πάλι φωτισμένη, αγκαλιά με μυρωδιές και με τραγούδια.
Μυρωδιές από Κυριακές και άνοιξη, με λουλούδια και λιβάδια, σε τόπο μακρινό με γλυκό νερό κελαρυστό, κελαρυστό όπως το γέλιο δυο παιδιών, γλυκό όπως το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο και έσταξε στη θάλασσα να παίξει με το αλάτι.
Τραγούδια αφιερωμένα, σε εποχές ανέμελες, που ποτέ δεν ξεθωριάζουν, παρά στριφογυρνάνε κάθε τόσο στο μυαλό ως μελωδίες για να θυμίζουν ότι υπάρχουν, ότι η αγάπη υπάρχει, ότι η ζωή υπάρχει. Στιχάκια ερωτευμένα με την αγάπη και τη ζωή, με την αγάπη για τη ζωή.
Thursday, March 15, 2007
Η ηθική των πολλών
Sunday, March 11, 2007
Μεταλλαγμένα προϊόντα
Τι είναι τα μεταλλαγμένα προϊόντα; ( Ορισμός, διαδικασίες και παραδείγματα )

Saturday, March 10, 2007
Η Τραντάφλους
Ο Τριαντάφυλλος ήταν μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία της μικρής νησιωτικής μας πόλης, ας πούμε στο πρώτο μισό του μόλις περασμένου αιώνα.
Έκοβε βόλτες αγκαλιά με το βιολί του από ταβέρνα σε ταβέρνα για να βγάλει το ψωμί του. Τον φωνάζανε οι παρέες να παίξει και να πει κανα τραγούδι, να πει καμιά ιστορία που τις έλεγε ωραία, να τον πειράξουνε ίσως μερικές φορές ή να τον κοροϊδέψουνε, ίσα να διασκεδάσουνε για λίγο μέχρι να βαρεθούνε, κι εκείνος έκανε αυτά που του ζητούσαν για να του δώσουν ένα πιάτο φαΐ και γιατί ήταν ο φουκαράς αγαθός και καλός άνθρωπος.
Ευτυχισμένος ήταν.
- Είμαι, γιατί να μην είμαι; Βλέπω κάθε μέρα τον Ήλιο όταν ξυπνάει και του λέω "Γεια σου Ήλιε", "Γεια σου Τριαντάφυλλε" μου λέει, γιατί να μην είμαι ευτυχισμένος…;
Εντυπωσιακό το πόσο ποιητικά βίωνε τη ζωή του ένας αγράμματος άνθρωπος.
Αναρωτιόμουν πάντα αν αυτόν είχαν στο μυαλό τους οι Πελόμα Μποκιού όταν τραγούδησαν "Γαρύφαλλε Γαρύφαλλε"…
Μαζεύεται πλήθος, χαρούμενες φάτσες, εκεί που ο Γαρύφαλλος λέει…
Τους λέει τα δικά του και, σαν τελειώσει, ο κόσμος γελάει ή κλαίει.
Σχολείο, βιβλία, αρχαία, ιστορία, γι' αυτόν είναι άγνωστες λέξεις.
Δεν ξέρει να γράφει - και όμως, θαυμάσια δίνει στον κόσμο διαλέξεις.
Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε, κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι…
Τα χρόνια περάσαν, τον είδανε όλοι και ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Οι νέοι γεράσαν και φύγαν οι γέροι και φεύγει κι αυτός ο καημένος.
Μαζεύεται πλήθος να τον χαιρετήσει, κανένας πια δε γελάει.
Στα ουράνια ο Γαρύφαλλος βρίσκεται τώρα και με τους αγγέλους μιλάει…
Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε, κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι...
Friday, March 09, 2007
7+7
Thursday, March 08, 2007
Παραιτού
Wednesday, March 07, 2007
Ora ti conto una cosa...
Alfredo: Μια φορά ένας βασιλιάς έκανε μια γιορτή και πήγαν οι πιο όμορφες πριγκιποπούλες του βασιλείου. Ένας στρατιώτης, λοιπόν, που φύλαγε σκοπιά, είδε την κόρη του βασιλιά να περνάει... Ήταν η πιο όμορφη απ' όλες, και την ερωτεύτηκε αμέσως, αλλά... αλλά τι θα μπορούσε να κάνει ένας φτωχός στρατιώτης μπροστά στην κόρη του βασιλιά; Ε τελικά μια μέρα κατάφερε να τη συναντήσει και της λέει ότι δεν μπορούσε άλλο να ζήσει χωρίς αυτήν. Η πριγκίπισσα τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τα δυνατά του αισθήματα που είπε στο στρατιώτη: "αν περιμένεις εκατό μέρες και εκατό νύχτες κάτω από το μπαλκόνι μου... μετά θα είμαι δικιά σου...". Αμέσως ο στρατιώτης πήγε εκεί και περίμενε... μία μέρα... και δύο μέρες... και δέκα... και μετά είκοσι... και κάθε βράδυ η πριγκίπισσα κοίταγε από το παράθυρο, αλλά αυτός ακούνητος. Με βροχή... με αέρα... με χιόνια... ήταν πάντα εκεί. Τα πουλιά τον κουτσούλαγαν στο κεφάλι και οι μέλισσες θα τον έτρωγαν ζωντανό, αλλά αυτός δεν κουνιόταν. Μετά από ενενήντα νύχτες... είχε ξεραθεί εντελώς, ήταν κατάλευκος και του έτρεχαν τα δάκρυα απ' τα μάτια και δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει, δεν είχε πια τη δύναμη ούτε για να κοιμηθεί... ενώ η πριγκίπισσα πάντα τον κοίταγε. Και φτάνοντας στην ενενηκοστή ένατη νύχτα... ο στρατιώτης σηκώθηκε, πήρε την καρέκλα του κι έφυγε.
(από το Nuovo Cinema Paradiso του Giuseppe Tornatore)
Sunday, March 04, 2007
Let me tell you a story
Thursday, March 01, 2007
Awareness of being
Όταν ήμουν μικρός, είχα πρόβλημα με τον ύπνο.
Κοιμόμουν πολύ εύκολα και πολύ βαθειά, πολλές ώρες, συνεχόμενα, χωρίς διακοπές και χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο. Όνειρα δεν έβλεπα σχεδόν ποτέ (ή τέλος πάντων δεν τα θυμόμουν όταν ξυπνούσα) και έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι κοιμόμουν χωρίς επαφή με τον κόσμο γενικώς.
Όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να το αντιλαμβάνομαι και να με απασχολεί, δεν κατάφερνα πλέον να αφεθώ να κοιμηθώ. Θυμάμαι ότι ξάπλωνα στο κρεβάτι και μετρούσα το χρόνο με τη βοήθεια του σταθερού και επίμονου ήχου του δείκτη των δευτερολέπτων ενός μεγάλου ρολογιού με σχήμα σαλιγκαριού που είχα κάπου στο παιδικό μου δωμάτιο. Οι ριπές αυτές έκοβαν το σκοτάδι σε φέτες και εγώ σκεφτόμουν ένα, δύο, τρία, δέκα, δέκα φορές τόσα είναι εκατό, δέκα φορές όόόλα αυτά είναι χίλια, και άλλα χίλια όλα απ’ την αρχή και άλλα χίλια και άλλα χίλια και βάλε μας κάνουνε δέκα χιλιάδες, βάλε και άάάλλα τόσα ένα προς ένα, και άάάλλα τόσα και βάλε και βάλε και βάλε… τόσα και τόσα δευτερόλεπτα θα περάσουν όσες ώρες εγώ θα κοιμάμαι, και το καθένα απ’ όλα αυτά θα περνάει όπως περνάει τώρα αυτό το ένα… κι άλλο ένα… κι άλλο ένα… τικ… τακ… τικ… τακ… τικ… τακ… Και θα ξυπνήσω και δε θα θυμάμαι τίποτα, black screen στη μνήμη μου για όλον αυτόν το χρόνο, σα να μην υπήρχα εγώ στον κόσμο αυτές τις ώρες, σα να μην υπήρξα μέσα στην ιστορία τους, ο κόσμος θα έχει προχωρήσει και εγώ θα έχω ξυπνήσει από το τίποτα και το πουθενά. Από ένα μικρό θάνατο.
Αυτό φοβόμουν. Την ασυνειδητότητα.
Είχα ανάγκη τη συνειδητότητα, τη συναίσθηση της ύπαρξής μου, της δικιάς μου ύπαρξης και του δικού μου εγώ.
Το ξεπέρασα με το μόνο τρόπο που μπορεί να ξεπεράσει κανείς κάτι τέτοιο, πήγα ένα βράδυ για ύπνο αποφασισμένος να κλείσω τα μάτια και να μην αφήσω τον εαυτό μου να σκεφτεί τίποτα. Και έτσι ακριβώς έγινε. Έπεσα και κοιμήθηκα.
Η σχέση μου με τις υπαρξιακές ανησυχίες δεν επεκτάθηκε πολύ, με εξαίρεση, ίσως, κάποιες φορές που με ενοχλούσε η σκέψη της αιωνιότητας, όπως ακριβώς την προσέγγιζε ο Κούντερα: "...η ιστορία είναι μόνο ένας λεπτός σπάγγος μνήμης μέσα στον ωκεανό της λήθης, αλλά ο χρόνος συνεχίζει την πορεία του και θα 'ρθει η εποχή των υψηλών περιόδων, όπου ολόκληροι αιώνες θα φαίνονται τότε αιώνες πινάκων και μουσικής, αιώνες ανακαλύψεων, πολέμων, βιβλίων, και θα 'ναι αυτό κακό γιατί ο άνθρωπος θα χάσει την αντίληψη για τον ίδιο τον εαυτό του και την ιστορία του, την ακατανόητη, την ανεξιχνίαστη, τη ζαρωμένη πίσω από μερικές σχηματικές συντομευμένες έννοιες.". Φοβόμουν όταν συνειδητοποιούσα ότι το μόνο που θα απομείνει μια μέρα από αυτό το εγώ μου που λέγαμε, θα είναι μία απειροελάχιστη ανώνυμη ποιοτική στατιστική συμμετοχή στη διαμόρφωση μιας τέτοιας μερικής σχηματικής συντομευμένης έννοιας που θα κολληθεί ως ταμπέλα στην κοινωνία που ζω, όταν θα τη μελετάνε μετά από πολλά χρόνια, όπως εμείς ας πούμε αναφερόμαστε με μια μονάχα λέξη σε μια περίοδο τριακοσίων χρόνων της αρχαίας Ελλάδας, που περιέχει τόσα εκατομμύρια ανάσες, σκέψεις, χαρές, λύπες, πλάνες, αδικίες, μία προς μία, εκατομμύρια ζωές ολόκληρες που κατά τ’ άλλα έχουν σβηστεί από το χάρτη της ιστορίας. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Και τότε με έπιανε μια λύπη για τη μέρα εκείνη, όπως ακριβώς έλεγε ο συγγραφέας μου πιο κάτω. "Όχι μόνο γιατί ήταν μάταια, αλλά και γιατί απ' αυτή τη ματαιότητά της τίποτα δε θα μείνει…". (κάτι που στην ψυχολογία ίσως θεωρούν ότι είναι η αρχή του πρώτου σταδίου της κατάθλιψης, αλλά μπορώ να πω με σιγουριά ότι ποτέ δεν πλησίασα προς εκείνην την πλευρά)
Ο περισσότερος κόσμος, βέβαια, όταν νιώθει πραγματικά μικρός μέσα στο χωροχρονικό σύστημα που λέγεται "κόσμος", εφησυχάζει όταν καταφέρνει να νιώσει ακόμα μικρότερος, ακουμπώντας πάνω σε μία έννοια που ονομάζει "Θεό", ίσα-ίσα για να νομιμοποιήσει το υπερφυσικό και να ανακουφιστεί έτσι από το σαράκι των αδιέξοδων σκέψεών του, απαλλασσόμενος και από το βάρος της ευθύνης των γενικότερων επιλογών ενώπιον των οποίων καλείται να σταθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του. Απαλλασσόμενος από το βάρος της αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι του.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο άνθρωπος επινοεί κάποιο Θεό για να εξασφαλίσει σε αυτήν του την ύπαρξη ένα μέλλον – ένα μετά θάνατον μέλλον.
Εγώ, λοιπόν, δεν έχω καταφέρει να πιστέψω σε κάτι τέτοιο.
Ανέκαθεν έβρισκα πολύ ενδιαφέρουσες τις θρησκείες.
Καταρχάς από πλευράς περιεχομένου των διδασκαλιών τους. Είτε τις προσεγγίσουμε ανεξάρτητα, είτε συγκριτικά μεταξύ τους, είτε σε συσχετισμό με τα ιστορικά, γεωγραφικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τις συνθήκες της δημιουργίας τους ή και της διατήρησης αλλά και της αλλοίωσής τους με το πέρασμα των αιώνων, η κάθε θρησκεία προσφέρει ένα σύνταγμα ηθικής και προτείνει έναν τρόπο ζωής ως οδηγούς επιβίωσης σε έναν κόσμο δύσκολο.
Δευτερευόντως δε, από πλευράς εθιμολογικής, δηλαδή αφενός εξετάζοντας τα κατάλοιπα αυτής της ηθικολογίας και του τρόπου ζωής στη σημερινή καθημερινότητα, αφετέρου βιώνοντας τις μικρές συνήθειες και τα μεγάλα έθιμα που αντιστοιχούν σε μια θρησκεία, που στην ορθόδοξη θα μπορούσαν να είναι από την προσευχή πριν από το γεύμα μέχρι τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Τέλος, από πλευράς καλλιτεχνικής. Η σχέση των θρησκειών με την τέχνη είναι θαυμαστή. Από τους χριστιανικούς εκκλησιαστικούς ύμνους μέχρι τις εικόνες ή τα αγάλματα και τους πολύ όμορφους ναούς, μπορεί κανείς να βρει αριστουργήματα.
Αξίζει, ίσως, να αναλογιστεί κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν πεθάνει χτίζοντας τέτοιους ναούς. Για να τιμήσουν κάτι του οποίου η ύπαρξη είναι αμφίβολη.
Πολύ περισσότερο, αξίζει να αναλογιστεί κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν θυσιάσει τη ζωή τους για να μαρτυρήσουν για κάτι του οποίου η ύπαρξη είναι αμφίβολη.
Πόσοι και πόσοι άνθρωποι έχουν επιλέξει να ζήσουν όλη τους τη ζωή τους δοξάζοντας κάτι του οποίου η ύπαρξη είναι αμφίβολη.
Έχω κάθε δικαίωμα, λοιπόν, να αισθάνομαι τουλάχιστον αναίσθητος όταν εγώ δεν καταφέρνω να πιστέψω σε μία τέτοια αξία, από την οποία θα μπορούσα να αντλώ δύναμη... εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Γιατί αυτή είναι η δική μου διαφορά.
Εγώ βλέπω μια πνοή στον κόσμο.
Μια πνοή που κινεί τα πάντα, όχι ένα πνεύμα του οποίου η επινόηση τα εξηγεί και τα δικαιολογεί.
Είναι η πνοή που φύσηξε στο μύλο το χρόνου για να αρχίσει να γυρίζει, η πνοή που ζωγράφισε τις καταπληκτικές αρμονίες του σύμπαντος, η πνοή που τρύπωσε μέσα στην ύλη και έφτιαξε τη ζωή, μια ζωή που μεταφέρεται από πλάσμα σε πλάσμα και που λίγη ή πολλή έχω μέσα μου κι εγώ και που μπορεί να την ακούσει κανείς κάθε φορά που χτυπάει η καρδιά μου.
Αν αυτό είναι ο θεός που λένε ότι είναι πανταχού παρών, τότε ναι, πιστεύω ότι υπάρχει θεός. Και έχω κι εγώ λίγο ή πολύ θεό μέσα μου.
Αλλά δεν πιστεύω σ’ αυτόν, δεν περιμένω να με βοηθήσει ή να με σώσει, δεν τον λαμβάνω καν υπόψη μου.
Όχι, δε με ακούει κανένας θεός αυτή τη στιγμή.
Δεν πιστεύω στο Θεό με Θ κεφαλαίο, στο Θεό που βλέπει, ακούει, σκέφτεται, επιλέγει, κρίνει ή συγχωρεί, θέλει, επεμβαίνει και το θέλημά Του γίνεται πράξη.
Δεν πιστεύω, δηλαδή, στον παντοδύναμο Θεό που επινοεί κανείς για να αντλεί δύναμη εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Το θεό τον έχω μέσα μου, μια δύναμη ανακύκλωσης και ισορροπίας, μια πνοή που είναι κομμάτι της ψυχής του σύμπαντος.
Είναι μέρος και όλον, την ίδια πνοή έχουμε κι εγώ κι ο άλλος παρακεί και όλος ο κόσμος.
Με το θάνατο, η ψυχή αυτή επιστρέφει από ‘κει που ήρθε, το παντού και το πουθενά.
Με την απόλυτη γνώση, χάνεται και η συναίσθηση της ύπαρξης και του εγώ, χάνεται η συνειδητότητα.
Η ψυχή αγγίζει το απόλυτο φως, που είναι όμοιο με το απόλυτο σκοτάδι.
Το μηδέν και το άπειρον.
The Grave and that Eternity
To which the Grave adheres
I cling to nowhere till I fall
The Crash of nothing, yet of all
How similar appears
Emily Dickinson