Saturday, September 30, 2006

Ψηφιακοί έρωτες

Το παρακάτω τραγούδι ονομάζεται "Ψηφιακός νταλκάς" και ανήκει σε κάποιον Βασίλη Πάλλη...
Μ' έχει πάρει από κάτω
που 'χεις γκόµενο ßαρßάτο
και εµένανε µε φτύνεις,
µε ντιλίτ πολλά µε σßήνεις.
Τονε ßρήκες στα ιντερνέτια
και θαρρείς πως έχει τέτοια,
πίκρες κάνω κόπι-πέιστ,
γιατί εσύ δεν έχεις τέιστ.
Αν µ' αγαπάς δεν ξέρω,
αν µ' αγαπάς δεν ξέρω...
Βαράει η καρδιά µου
τρελά ραν τάιµ έρο...
Σαν το Ντος αργά σε χάνω,
άπειρα φορµάτ θα κάνω
και θα ßάλω τα Γουίντος
µήπως και γυρίσεις, µήπως...
Μην ξεχνάς πως έχεις βέρα,
άσε τώρα τον ξενέρα,
έλα πίσω στον Μπιλ Γκέιτς,
μην κολλήσεις κανα Έιτζ.
Αν μ' αγαπάς δεν ξέρω,
αν μ' αγαπάς δεν ξέρω...
Βαράει η καρδιά μου
τρελά ραν τάιμ έρο...
Και κάπως έτσι τελειώνει ένας σοβαρός γάμος...
Έλα, όμως, που κάποια μέρα η κυρία χωρίζει και με τον ξενέρα...
Τούτο εδώ λέγεται "Computer love" και είναι του Χάρρυ Κλυν... Αλλά μάλλον το λέει και ο ξενέρας...
Ανοίγω το computer και ταράζομαι,
στο scrapbook σ' έχω σώσει και στο clipboard,
μου καίγεται το SCSI και το CPU
από τα δάκρυα που τρέχουνε στο keyboard...
Φορτώνω τα back-up απ' το zippάκι μου
και τα παλιά μας τα αρχεία κάνω copy,
μα μόλις κάνω open με το Photoshop
μου λέει το σύστημα "Please register this copy"...
60 MB RAM κι όμως με ξέχασες,
στα απορρίμματα με πέταξες και μένα,
να μη σου πιάνω χώρο τώρα στο σκληρό,
μαζί με κάτι χαλασμένα δεδομένα...
Να μη σου πιάνω χώρο τώρα στο σκληρό,
μαζί με κάτι χαλασμένα δεδομένα...
Scannάρισα τη μαγεμένη σου μορφή,
σε JPG format την έχω φυλαγμένη,
και τη φωνή σου έχω γράψει σε wav
και real-audio encodeαρισμένη...
Κοιτώ το άδειο mailbox μου και πονώ,
γιατί e-mail δεν μου στέλνεις τόση ώρα...
Και με το modem δεν μπορώ να συνδεθώ,
γιατί κολλάει το γαμημένο το Eudora...
60 MB RAM κι όμως με ξέχασες,
στα απορρίμματα με πέταξες και μένα,
να μη σου πιάνω χώρο τώρα στο σκληρό,
μαζί με κάτι χαλασμένα δεδομένα...
Να μη σου πιάνω χώρο τώρα στο σκληρό,
μαζί με κάτι χαλασμένα δεδομένα...
Κατάλαβες...; Γυναίκες, σου λέει μετά.
Και κάπου εκεί θυμάται κανείς το θρυλικό άσμα του Δημήτρη Σταρόβα...
Σε ψάχνω σ' όλο το Internet
με 800ρι Pentium,
αλλά δεν είσαι πουθενά,
γι' αυτό θα πάω σε μέντιουμ.
Και το μέντιουμ ρωτάω
πού να βρίσκεσαι εσύ,
"Μιά στιγμή μονάχα", λέει,
"να ανοίξω το πι σι."
Το μηχάνημα ρυθμίζει
στη σωστή κατεύθυνση
και μου λέει "Αυτή που ψάχνεις
είναι στη διεύθυνση
Ήτανε το σοκ μεγάλο,
έχασα τον μπούσουλα,
και το μέντιουμ ρωτάω
"Τι να κάνω, Ούρσουλα...;"
"Μην αγχώνεσαι", μου λέει,
"θα την κανονίσουμε,
στο διαδίκτυο τ' όνομά της
θα καταχωρίσουμε,
Καρδιά μουουου...
Το χειρότερο, όμως, ήταν
πως δεν ήσουν μόνο εσύ,
μέσα στο σάιτ της αμαρτίας
ήσασταν όλες μαζί...
Βαρέθηκα με τις γυναίκες
να απογοητεύομαι,
θα τα φτιάξω με τον Μπάμπη
για να ξεμπερδεύομε...
Κρίμα κι ήταν σπουδαίο παλληκάρι...
ΥΓ: Καταλαβαίνεις, τώρα, Ατταλάντη μου, τι σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται με τους ψηφιακούς έρωτες...;

Thursday, September 28, 2006

Η Αγία Τριάδα της γκρίνιας

Είναι κάποια πράγματα σ’ αυτήν την όμορφη χώρα που με νευριάζουν απίστευτα.
Δεν είμαι απ’ αυτούς που μεμψιμοιρούν όλη την ώρα ότι «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται…» και «αν πας στο εξωτερικό, θα δεις ότι…» και, να σας πω την αλήθεια, αυτοί οι τύποι επίσης με νευριάζουν απίστευτα. Άμα είναι όλα τόσα ωραία στο εξωτερικό, παράτα μας ρε φίλε και φύγε προς τα ‘κει. Αλλά η γκρίνια σου μου τη δίνει στα νεύρα.
Αυτή η γκρίνια, λοιπόν, είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που με νευριάζουν σ’ αυτήν τη χώρα, όπως έλεγα. Εμένα δε με ενδιαφέρει να κάνω τη σύγκριση με ξένες χώρες και τη νοοτροπία του κόσμου κλπ., ούτε και με απασχολεί να καταλάβω αν είναι στη φύση του ανθρώπου ή στη φύση του Έλληνα να γκρινιάζει για τα πάντα.
Πάντως ξέρω ότι σ’ αυτή τη χώρα που ζω σίγουρα από τη στιγμή που γεννιόμαστε βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με τεράστιες δόσεις γκρίνιας, τις οποίες απορροφούμε και από ένα σημείο και μετά κυλούν στα αίμα μας. Γιατί έτσι είναι πια. Η γκρίνια κυλάει στο αίμα μας.
Είναι 3 εκφάνσεις του καθημερινού μας βίου στις οποίες εμφανίζεται κατά κόρον αυτή η μιζέρια οι οποίες μου έρχονται ταχύτατα στο νου γιατί είναι απ’ αυτές που μου ‘ανάβουν τα λαμπάκια’. Γκρίνιες είτε αδικαιολόγητες είτε με βάση δικαίου μεν, αλλά το οποίο διεκδικείται με τόσο ευτελή και ανάξιο τρόπο που τελικά αποδυναμώνεται πλήρως.
1) Η πρώτη περίπτωση είναι η γκρίνια για τους πολιτικούς και την πολιτική.
Μεγάλωσα σε μία κοινωνία που είχα την εντύπωση ότι μισεί τους πολιτικούς και την πολιτική. Μεγάλωσα πιστεύοντας πως «όλοι ίδιοι είναι», ότι «είναι μόνο 'θα και θα'» και ότι «οι πολιτικοί είναι επαγγελματίες απατεώνες». Είχα την εντύπωση ότι αυτή η αίσθηση κυκλοφορούσε διάχυτη. Από τα χωριά και τις πλατείες, μέχρι τις γελοιογραφίες των εφημερίδων και τις (δήθεν) πολιτικές συζητήσεις των νέων. Δε θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ έναν άνθρωπο να σηκωθεί και να φωνάξει «Όχι ρε παιδιά, τι λέτε, οι άνθρωποι αυτοί είναι έντιμοι» ή «εγώ πιστεύω στο πρόγραμμα του τάδε κόμματος» ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Όλοι είναι για τις χωματερές δηλαδή.
Κι όμως, δεν κατάλαβα ποτέ πώς βγαίνουν όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι. Επί 20 χρόνια ο κόσμος ψήφιζε το ίδιο κόμμα, και επί 30 χρόνια γενικώς ψηφίζουν τα ίδια 4-5 κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς. Οι δημοσκοπήσεις, μάλιστα, δείχνουν ότι η συσπείρωση των κομμάτων είναι πολύ μεγάλη, δηλαδή πάνω-κάτω ο καθένας ψηφίζει κάθε φορά τα ίδια. Στο δήμο που ψηφίζω, στην Αθήνα, κανείς δεν συμπαθούσε ποτέ τον πρόεδρο που «δεν κάνει ποτέ τίποτα», κι όμως ο πρόεδρος πάει φουλ για 5η θητεία τώρα.
Δε με ενοχλούν αυτά καθαυτά τα παραπάνω σημεία. Με ενοχλούν απίστευτα, όμως, σε συνδυασμό με την ατέλειωτη γκρίνια. Ψηφίζεις τους ίδιους και τους ίδιους επειδή πιστεύεις ότι είναι ‘το μη χείρον βέλτιστον’, επειδή έχεις τον τάδε γνωστό εκεί που άμα βγει «θα μας φροντίσει κι εμάς» ή επειδή είναι οικογενειακή παράδοση. Εντάξει, δικαίωμα σου να μην έχεις πολιτική συνείδηση και πολιτική άποψη. Τότε όμως δε δικαιούσαι να σχολιάζεις μετά τους πολιτικούς και την (ανυπαρξία) πολιτική(ς). Με το επίπεδο των πολιτικών σου κριτηρίων διαμορφώνεις το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Όλοι αυτοί από την ψήφο σου παίρνουν δύναμη. Με την ψήφο σου τους κάνεις θεούς. Προσκύνα τους λοιπόν μετά και σκάσε.
2) Η δεύτερη περίπτωση είναι η τηλεόραση.
Κανείς δε βλέπει τα ριάλιτι, η έννοια της σειράς του Φώσκολου έχει καταντήσει παροιμιακή, όπως και τα λατινοαμερικάνικα σήριαλ, η Πάνια είναι νούμερο και οι εκπομπές του Μικρούτσικου είναι της ντροπής. Για να μην αρχίσω για τις ειδήσεις.
Εντάξει. Ποιος τα βλέπει τότε όλα αυτά; Γιατί σίγουρα κάποιοι τα βλέπουν. Σίγουρα πάρα πολλοί τα βλέπουν... Δεν είναι μόνο ότι το λέει η AGB. Το ξέρουν τα κανάλια. Άμα δεν πούλαγαν, δε θα έπαιζαν. Δεν είναι βλάκες οι άνθρωποι. Εδώ παίζονται τρελά λεφτά.
Επιπλέον, δε δέχομαι εξαρχής καμία κατηγορία κατά της τηλεόρασης. Το ότι η τηλεόραση έχει κουμπί που κλείνει, το ότι υπάρχει το τηλεκοντρόλ με το οποίο αλλάζεις κανάλι χωρίς να χρειάζεται ούτε καν να σηκωθείς από τον καναπέ σου, το ότι κανείς δε σε αναγκάζει να έχεις τηλεόραση στο σπίτι σου και να τη βλέπεις κιόλας, το ότι υπάρχουν οι εφημερίδες, το Ίντερνετ, το ραδιόφωνο και τόσα άλλα μέσα ενημέρωσης, σου στερούν κάθε δικαιολογία που θα μπορούσες να φανταστείς για να με πείσεις ότι υπάρχει κάποια ανάγκη να βλέπεις τηλεόραση.
Ένας καθηγητής μου έλεγε κάποτε ότι η τηλεόραση δεν είναι ‘Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης’, γιατί μόνο ενημέρωση δεν προσφέρει. Δεν λειτουργεί καν ως μορφή επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, γιατί η επικοινωνιακή σχέση που προσφέρει δεν είναι αμφίδρομη. Η τηλεόραση είναι ‘Μέσο Ευρείας Δημοσιότητας’ και μόνο ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται. Τι προσφέρει τότε; Διασκέδαση. Και μόνο. Μην την κατηγορείς λοιπόν. Αν, θες χρησιμοποίησε την. Αλλιώς, ασ’ την κλειστή.
Το τηλεκοντρόλ είναι πανίσχυρο όπλο. Αν ο κόσμος είχε όντως κάποιο επίπεδο και αν χρησιμοποιούσε το τηλεκοντρόλ για να υπερασπιστεί αυτό το επίπεδό του, η τηλεόραση θα ήταν καλύτερη.
Η τηλεόραση είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Βλέπουμε αυτά που μας αξίζει να βλέπουμε και βλέπουμε αυτά που είμαστε. Και ακόμα κι αν δεν είναι έτσι, τότε σίγουρα στην πορεία θα γίνουμε αυτό που βλέπουμε. Αν η τηλεόραση δείχνει σκουπίδια, έχεις τη δύναμη να την κλείσεις. Μην γκρινιάζεις λοιπόν.
Αλλά αφού κάθεσαι και βλέπεις την Πάνια και το Μικρούτσικο, αφού τους δίνες βήμα για να σε ποτίζουν με τις μπούρδες τους, αφού τους κάνεις θεούς… ε προσκύνα τους κι αυτούς και σκάσε πάλι.
3) Το τρίτο θέμα της κατηγορίας αυτής είναι θέμα και πολιτικό και τηλεοπτικό. Είναι η ακρίβεια.
Ακρίβεια υφίσταται μεν σε ένα βαθμό, είναι αλήθεια.
Αλλά και εδώ υπάρχουν κάποια όρια στο τι θα σχολιάζουμε. Ο φραππές είναι στο Κεφαλάρι 4,70 ευρώ. Ακριβός…; Όχι. Γι’ αυτούς που τον πληρώνουν δεν είναι. Είναι 4,70 επειδή τόσο τον πληρώνουν κάποιοι. Άμα δεν τον πλήρωναν, η τιμή θα έπεφτε. Τα μαγαζιά τα συγκεκριμένα είναι πάντα γεμάτα. Ο κόσμος γουστάρει να πληρώνει τον φραππέ 4,70. Εμείς τι πρόβλημα έχουμε λοιπόν; Είναι ακριβό για σένα το 4,70; Πήγαινε να τον πιεις εκεί που κάνει 2,5 ευρώ. Και αυτό ακριβό είναι; Δεκτόν. Τότε να βγαίνεις πιο σπάνια σε καφετέριες για να σου περισσεύουν για τις πιο βασικές ανάγκες και να μην πεινάς. Και άμα το έκανε αυτό όλος ο κόσμος, θα έπεφτε και η τιμή του καφέ.
Όταν εδώ έφερε το mini market βιολογικές ντομάτες Κρήτης με 3,20 το κιλό και του έμειναν και σάπισαν γιατί δεν τις έπαιρνε φυσικά κανείς, τότε έμαθε και από τότε δεν έχουν οι ντομάτες πάνω από 1,5.
Δε θα ξεχάσω ποτέ το ρεπορτάζ για την ακρίβεια που έβλεπα το καλοκαίρι σε ιδιωτικό κανάλι με μία κυρία που έλεγε πόσο δύσκολος θα είναι ο φετινός χειμώνας και πώς θα τη βγάλουμε, αλλά ο Αρμάνι Αρμάνι στο γυαλί και τις σακούλες απ’ τα ψώνια σε ρούχα να μη φτάνουν τα δυο χέρια να τις κουβαλήσουν. Δε θα ξεχάσω ποτέ επίσης τη συμμαθήτριά μου στο σχολείο που δεν ήρθε μαζί μας στην εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη επειδή «τα 450 ευρώ ρε Ιάσονα είναι πάρα πολλά» και μετά από 2 βδομάδες πήγε και έδωσε ακριβώς αυτό το ποσό για 2 λαχανί τσαντάκια Louis Vuitton, ένα μεγάλο και ένα μικρό.
Δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι υπάρχει κόσμος που πεινάει. Αλλά ο κόσμος γενικά ΔΕΝ πεινάει. Και αν πεινάει, τότε να κόψει τα μπουζούκια, τα κλαμπ και τα πανηγύρια για να έχει να φάει ψωμί και να αγοράσει πετρέλαιο. Αν πεινάει, ας βγει στους δρόμους. Δεν μπορεί να γεμίζουν οι δρόμοι μόνο για το ποδόσφαιρο και κατά τ’ άλλα να είναι γεμάτες μόνο οι καφετέριες. Όσο βλέπω τον κόσμο να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου και να πετάει λεφτά από τα παράθυρα, δεν μπορώ να ακούω γκρίνια για την ακρίβεια.
Και δεν μπορώ να ακούω τα κανάλια και τους πολιτικούς, αυτούς που κάναμε θεούς, να το εκμεταλλεύονται αυτό, ο καθένας για δικό του όφελος.
Αλλά με αυτό το σύστημα αξιών που δημιουργήσαμε, ας κάτσουμε να σκάσουμε τώρα.
Αν είμαστε ζώα, καλά κάνουν να μας εκμεταλλεύονται.
Μην γκρινιάζεις.
Σκάσε και προσκύνα.

Monday, September 25, 2006

Μαύρες γάτες

Και καλά, λέω εγώ.
Οι Παρασκευές δεν έχουν ψυχή, ούτε το άγριο 13.
Δεν έχουν ψυχή τα τραπέζια, οι σκάλες, τα καπέλα, τα ψαλίδια, οι καθρέφτες, τα ποτήρια του νερού.
Δεν έχουν ψυχή τα τριαντάφυλλα και δεν έχουν ψυχή τα ρόδια.
Δεν έχουν και στόμα για να πουν "Τι μπούρδες είναι αυτές επιτέλους...".
Οι γάτες, όμως, μήπως έχουν...;
Ακόμα κι αν δεν είναι κανείς προληπτικός, δύσκολο να χαίρεται άμα δει μαύρη γάτα.
Ως προς τι είναι συμπαθέστερη μία πολύχρωμη γάτα από μία μαύρη...;
Κοιτάξτε αυτό το post που βρήκα χαζεύοντας σε ένα forum.
Παραθέτει πολλές από τις κοινές προκαταλήψεις και δισειδαιμονίες και εξηγεί και πολλές.
Όχι, όμως, αυτή για τις γατούλες...

Friday, September 22, 2006

Common people

She came from Greece, she had a thirst for knowledge,
she studied sculpture at St. Martin's college,
that's where I.... caught her eye.
She told me that her dad was loaded,
I said "In that case I 'll have rum and coca-cola.".
She said "Fine.".
And then in thirty seconds time she said:
"I want to live like common people,
I want to do whatever common people do,
I want to sleep with common people,
I want to sleep with common people like you..."
Oh what else could I do?
I said "I 'll see what I can do...".
I took her to a supermarket.
I don't know why, but I had to start it somewhere,
so it started .... there.
I said "Pretend you 've got no money.",
but she just laughed and said "Oh you 're so funny!",
I said "Yeah? Well I can't see anyone else smiling in here...
Are you sure...
you want to live like common people,
you want to see whatever common people see,
you want to sleep with common people,
you want to sleep with common people like me...?"
But she didn't ... understand,
she just smiled and held my hand.
Rent a flat above a shop,
cut your hair and get a job,
smoke some fags and play some pool,
pretend you never went to school,
but still you 'll never get it right,
`cos when you're laid in bed at night
watching roaches climb the wall,
if you called your dad he could stop it all, yeah...
You 'll never live like common people,
you 'll never do whatever common people do,
you 'll never fail like common people,
you 'll never watch your life slide out of view.
And then dance and drink and screw...
Because there's nothing else to do.
Sing along with the common people,
sing along and it might just get you through.
Laugh along with the common people,
laugh along even though they 're laughing at you
and the stupid things that you do
because you think that poor is cool...
Like a dog lying in a corner,
they will bite you and never warn you,
look out, they 'll tear your insides out.
`Cos everybody hates a tourist,
especially one who thinks it's all such a laugh.
Yeah and the chip stain and grease will come out in the bath...
You will never understand
how it feels to live your life
with no meaning or control
and with nowhere left to go.
You are amazed that they exist
and they burn so bright whilst you can only wonder why.
Rent a flat above a shop,
cut your hair and get a job,
smoke some fags and play some pool,
pretend you never went to school.
But still you 'll never get it right,
`cos when you 're laid in bed at night
watching roaches climb the wall,
if you called your dad he could stop it all, yeah...
Never live like common people,
never do what common people do,
never fail like common people,
never watch your life.... slide out of view.
And then dance and drink and screw...
Because there's nothing else to do.
I want to live with common people like you...
Αφιερωμένο στο "χωριό" της Αθήνας που μεγάλωσα.

Wednesday, September 20, 2006

Libro libre...

ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ΠΩΣ ΛΙΓΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΑΝΟΙΓΟΥΝΕ ΠΡΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ)
Τα βιβλία δραπετεύουν για πρώτη φορά μαζικά στο Μπουένος Άιρες, στηνΑργεντινή.
Η κίνηση "Libro Libre" ('Ελεύθερο βιβλίο'), που δημιουργήθηκε από τη μεξικανική οργάνωση "Letras Voladoras" ('Γράμματα πτερόεντα'), συνίστασται στην απελευθέρωση ενός βιβλίου σε δημόσιους χώρους, όπως λεωφορεία, πάρκα, τηλεφωνικούς θαλάμους, εμπορικά κέντρα και άλλα παρόμοια μέρη. Καλό θα ήταν να γράψει κανείς στην πρώτη σελίδα μια αφιέρωση όπου να είναι σαφές ότι το βιβλίο ανήκει στην κίνηση "Libro libre", ότι προορίζεται για όποιον το βρει και ότι επίσης πρέπει να απελευθερωθεί ξανά μετά την ανάγνωσή του. Καλό θα ήταν επίσης να γράψει κανείς την ηλεκτρονική του διεύθυνση ως μόνο τρόπο αναγνώρισης επιδιώκοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη δημιουργία στο μέλλον μιας ευρείας ομάδας σχολιασμένης ανάγνωσης.
Η κίνηση "Libro libre", πέραν του ότι χρησιμοποιεί τη δύναμη των βιβλίων ως μια νοητική παράβαση/υπέρβαση, προσπαθεί να επιτύχει επίσης στόχους πιο σημαντικούς, όπως να ενώσει τη θέληση περισσότερων ανθρώπων και να την κατευθύνει προς έναν κοινό στόχο. Σε καμία περίπτωση δεν παρεμβαίνουν δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, είναι μόνο μια πρόταση μεμονωμένων ατόμων σαν κι εσένα που αποφάσισαν να σταματήσουν να μιλάνε και να περάσουν στην πράξη.
Θυμήσου ότι το βιβλίο που φυλάσσεται είναι σαν ένα φάρμακο που δεν γιατρεύει. Είναι σημαντικό να ασκούμε την απεξάρτηση από τα πράγματα. Ας γίνουμε συμμέτοχοι και μάρτυρες ενός φαινομένου που μπορεί να γεννήσει μια δράση, μια χειρονομία. Πολλοί από εμάς έχουμε ένα ή περισσότερα βιβλία που κάθε τόσο επιστρέφουμε σ’ αυτά για να τα συμβουλευτούμε ή να τα ξαναδιαβάσουμε. Έχουμε όμως και βιβλία που έχουν αφήσει το ίχνος τους πάνω μας, ένα σαφές μήνυμα που το έχουμε ενσωματώσει, που αποτελεί πια μέρος της ύπαρξής μας. Και τα βιβλία αυτής της τελευταίας κατηγορίας προτείνουμε να αφήσετε "ελεύθερα" σε κάποιο δημόσιο χώρο στις 21 αυτού του Σεπτέμβρη* για να το βρει κάποιος ο οποίος μπορεί να πάψει να είναι αυτός που είναι αφού το διαβάσει.
Η Οργάνωση "Libro libre" δε δέχεται κυβερνητικές χορηγίες, ούτε εξαρτάται από κάποιο θεσμό ή οργανισμό: είναι μια κίνηση από ανθρώπους για ανθρώπους. Το να ανακαλύψετε ένα βιβλίο μπορεί να είναι ζήτημα τύχης, αλλά το να ανακαλύψετε την ανάγνωση δεν πρέπει να εξαρτάται μονάχα από την τύχη...
*η 21/09 (ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ) είναι στην Αργεντινή μέρα του φοιτητή και της άνοιξης, της αναγέννησης.
Καλό...; Εμένα μου άρεσε πολύ.
Μου το έστειλε η φίλη μου η Laura από την Αργεντινή.
Τα ισπανικά μου δεν είναι και πολύ σπουδαία και δε θέλησα να επιχειρήσω τη μετάφρασή του και έτσι αποφάσισα να το στείλω στη Rayuela να το αξιοποιήσει καλύτερα, αφού μάλλον είναι ο ιδανικός άνθρωπος για να εκτιμήσει την αξία του... Το μικρόβιο της μεταφράστριας, όμως, δούλεψε πάλι και η φίλη μας, που, προφανώς, εκτός από πολύ αξιόλογη προσωπικότητα είναι και πολύ σπουδαίος άνθρωπος, μέσα σε λίγα λεπτά είχε μεταφράσει το κείμενο και μου το είχε στείλει πίσω!
Με ελάχιστες αλλαγές, λοιπόν, το postάρω σήμερα, συνοδευόμενο από πολλές ευχαριστίες προς τη φίλη μου τη Laura και, φυσικά, τη Rayuela.

Saturday, September 16, 2006

Την ψήφο μου...

Γλοιώδη αντιπαθητικά ανθρωπάκια... που φοράτε ένα καφέ κουστούμι, λίγη σοβαρότητα και μια φαλάκρα περιωπής... και παίρνετε σβάρνα όλες τις εκδηλώσεις και πάτε και κάθεστε στην πρώτη-πρώτη θέση... μετά πιάνετε το μικρόφωνο και λέτε δυο-τρεις μπαρούφες ίσα-ίσα για να γράψει λίγο η μούρη σας στο υποσυνείδητό μου... και αν προλάβετε και με στριμώξετε μου χαρίζετε και μία χειραψία απ' αυτές τις υπεροπτικές, με τα δύο χέρια, και δύο απρόσωπες ευχές ασορτί με ένα ψεύτικο χαμόγελο... εσείς που γράφετε όλες αυτές τις παπάρες στις τοπικές εφημερίδες χωρίς να πιστεύετε, ελπίζω, ότι τους δίνει κανείς σημασία... εσείς που στέλνετε όλο αυτό το ιλλουστρέ προεκλογικό χαρτομάνι σπίτι μου και από 'κει κατευθείαν στην ανακύκλωση...
Σοβαρά τώρα... Πραγματικά πιστεύετε ότι υπάρχει έστω η παραμικρότερη περίπτωση να σας ψηφίσω...;
ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΟΛΟΙ.

Sunday, September 10, 2006

Κυριακή πρωί

Ξύπνα.
Ακούγεται ο ήχος
της φυγής σου.
Γελάει ο τοίχος
της ευτυχίας σου.
Σωπαίνει ο αγαπημένος σου στίχος.
Δες το.
Σε μπέρδεψε ο γρίφος
της αλλαγής σου.
Κρατάς το ξίφος
της παρακμής σου.
Βουλιάζεις στο γλυκό ημίφως.
Πες το.
Πέθανε ο αέρας
του έρωτά σου.
Τον σκότωσε το τέρας
της αγάπης σου.
Πνίγηκε στη σκόνη της καλημέρας.
Σήκω.
Ακούγεται ο ήχος
της φυγής σου.
Γελάει ο τοίχος
της ευτυχίας σου.
Σωπαίνει ο αγαπημένος σου στίχος.

Friday, September 01, 2006

Στον Χ (Το χρονικό της σιωπής)

Πάνε 2 χρόνια. Σαν τώρα το θυμάμαι.

Είχε χτυπήσει το τηλέφωνο, πρωί-πρωί. Ο Βασίλης ήταν.

Με έπεισε να κάτσω και μου το είπε.

Ο αδερφός σου. Σκοτώθηκε.

Το προηγούμενο βράδυ. Με το μηχανάκι.

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να μιλήσω άλλο.

Μου πήρε λίγα λεπτά να το χωνέψω.

Ο Σ… Ο αδερφούλης σου ο Σ…

Έπρεπε να σε πάρω, έπρεπε να σου μιλήσω, το ξέρω ότι έπρεπε.

Μα τι να σου πω…;

Θυμήθηκα τη μέρα που έφευγες.

Τότε που είχαμε έρθει όλοι οι φίλοι να σε αποχαιρετήσουμε.

Θυμάμαι που τους χαιρέτησες έναν-έναν. Φίλους πολλούς, φίλους καλούς.

Χαιρέτησες κι εκείνη. Εκείνη που ήταν η αφορμή.

Το ξέρω ότι το έχεις μετανιώσει. Κι εγώ δεν κρατάω κακίες και το ξέρεις. Αλλά το γυαλί έχει ραγίσει. Και το ξέρεις κι αυτό.

Το ήξερες και τότε. Και ήρθες να με χαιρετήσεις τελευταίο. Τον παλιό σου φίλο…

Μαζί βγάλαμε το δημοτικό. Συμμαθητές, ίδιο θρανίο. Συμπαίκτες στην ίδια πεντάδα. Στο ίδιο φροντιστήριο. Μαζί τα απογεύματα. Σπίτι μου ή σπίτι σου.

Και ήρθες να με χαιρετήσεις λοιπόν. Και περίμενες να σου πω κάτι. Τι να σου πω…;

Κι εσύ… Τι να πεις κι εσύ… Με αγκάλιασες και μου είπες «Τι να χωρέσεις τώρα σε ένα αντίο…».

Και δάκρυσες. Εσύ δάκρυσες! Και όμως. Το είδα ότι δάκρυσες…

Έτσι είχα δακρύσει κι εγώ τώρα. Έτσι έπρεπε κι εγώ τώρα να βρω τις λέξεις να χωρέσω κάτι. Ούτε που ήξερα τι.

Πήρα τηλέφωνο λοιπόν.

Ήταν η μαμά σου. Η κυρία-Κ.

Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Τι να πω…; «Συλλυπητήρια, δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται, να ζήσετε να τον θυμάστε»…

21 χρονών παιδί…

Σκατά. Τι θα πει ‘συλλυπητήρια’…; Θα πει «δεν έχω ιδέα πώς νιώθεις και απλώς θέλω να πω κάτι».

«Γεια σας, κυρία-Κ. Ο Ιάσονας είμαι. Είναι εκεί ο Χ…; Μπορεί να μιλήσει…;»

Εκεί ήσουν. Πού αλλού θα ήσουν…

Αλλά δεν μπορούσες να μιλήσεις.

Έκλαιγες, το ξέρεις…; Μου έλεγες ότι θα αυτοκτονήσεις, ότι δεν έχει τίποτα νόημα πια, ο Σ ήταν τα πάντα…

Το ξέρω. Μαζί μεγαλώσαμε, μην το ξεχνάς.

Οι τρεις μας παίζαμε στο σπίτι σου. Μπάλα, ηλεκτρονικά, ξύλο… Θυμάμαι την κατάθλιψή σου όταν είχε αποφασίσει να πάει να μείνει με τον πατέρα του.

Θυμάμαι και όταν έφυγες, πόσο πολύ σκεφτόσουν τον αδερφό σου.

Θυμάμαι και τα κατορθώματά του, που μου διηγιόσουν πάντα… Πόσα τρίποντα είχε βάλει, πώς πηγαίνατε μαζί στο γήπεδο, πόσες γκόμενες είχε ρίξει, πώς σε είχε πάει στο μπουρδέλλο.

Τον θαύμαζες απεριόριστα. Ήταν το στήριγμα σου στην κατεστραμμένη σου οικογένεια.

Ήταν ο μεγάλος σου αδερφός. Τι άλλο να πω περισσότερο…

Ήταν όμως και πάει και εγώ τώρα σου μιλούσα στο τηλέφωνο και έπρεπε να σου απαντήσω όταν μου έλεγες να σε στηρίξουμε γιατί δε θα αντέξεις. Ω ναι. Το είπες και αυτό. Εσύ.

Εσύ που μου έμαθες να πιστεύω σε μένα και να κρατιέμαι μόνο από τον εαυτό μου.

Το κλείσαμε.

Η μέρα εκείνη πέρασε. Ούτε κι εγώ δεν ξέρω πώς. Αλλά πέρασε.

Πέρασε κι η επόμενη κι η μεθεπόμενη και δεν ήρθαμε στην κηδεία. Ντυθήκαμε, ετοιμαστήκαμε… Αλλά δεν ήρθαμε. Δεν ήθελες να έρθουμε και το ξέραμε. Δεν ήθελες να σε δούμε έτσι. Δεν ταιριάζαμε και με το κλίμα.

Μια μέρα πήρε τηλέφωνο η κυρία-Κ το Χρήστο. Και του είπε να με πάρει και να πάμε οι δυο μας κανένα απόγευμα να κάτσουμε από το σπίτι, να δεις κι εσύ κανέναν άνθρωπο. Εσύ δε μας ήθελες εκεί και το ξέραμε και αυτό. Μας χρειαζόσουν, αλλά δε μας ήθελες. Όμως μας ήθελε η κυρία-Κ για σένα και έπρεπε να έρθουμε.

Πολύ δύσκολη κατάσταση. Δύσκολοι καιροί, δύσκολος άνθρωπος κι εσύ – δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

Τότε μου είπε η μάνα μου σοφά λόγια. Απλά αλλά σοφά.

Ότι σημασία έχει η παρουσία μας και όχι τι θα πούμε ή τι θα κάνουμε. Ότι δεν πρέπει ούτε να σου αλλάζουμε θέμα για να μην το σκέφτεσαι, ούτε να σε βάζουμε να το συζητάς για να το ξεπεράσεις. Πρέπει να μιλήσουμε μαζί σου για ό,τι θες εσύ. Για ό,τι έχεις εσύ ανάγκη να μιλήσεις.

Ήρθαμε λοιπόν δυο-τρία μεσημέρια με ακριβώς αυτόν το σκοπό.

Δεν ήσουν καλά. Δεν ήσουν καθόλου καλά. Δε γελούσες ποτέ πια. Δεν έβγαινες από το σπίτι σου, παρά τις επίμονες αλλά διακριτικές προσπάθειές μας να σε πάρουμε έστω ως την πλατεία, το σχολείο, το γήπεδο, το περίπτερο…

Τα πάντα σου τον θύμιζαν. Από το ποδήλατο ως το μπουκάλι της Coca Cola.

Ήσουν εγκλωβισμένος.

Ναι, είναι γολγοθάς. Τότε το κατάλαβα. Πώς γυρνάει ο κόσμος σου ανάποδα όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πώς χωρίζεται η ζωή σου στη ‘ζωή πριν’ και τη ‘ζωή μετά’.

Το παράδοξο σε όλα αυτά ήταν πως ένιωθες ένοχος... Ένιωθες ένοχος που δεν ήσουν εκεί να του πεις να βάλει το κράνος του… Όπως του έλεγες πάντα. Όταν ήσουν εκεί.

Δύσκολα μεσημέρια ήταν αυτά.

Και το πιο δύσκολο ήταν το τελευταίο.

Πίναμε τον καφέ μας όταν μας το είπες.

«Θα έρθει και ο ανηψιός μου από ‘δω.»

Ανηψιός… Ποιος ανηψιός…;

«Δεν μπορούσα να σας το πω. Το είχαμε κρατήσει μυστικό.»

Τι είχατε κρατήσει μυστικό…;

«Ο αδερφούλης μου ήταν λίγο άτακτος στα 17 του.»

Ο Σ…

«Γεννήθηκε το παιδί. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Δίναμε λίγα λεφτά στην κοπέλα. Το παιδί το λένε Χ. Η κοπέλα ήθελε να το πουν Χ, προς τιμήν του αδερφού της που είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν…». Πόσες τραγωδίες μαζί…;

Ο Σ ήταν πατέρας… Καθώς συνειδητοποιούσα τι είχε συμβεί, βίωνα το μεγαλύτερο σοκ στη ζωή μου.

Ήρθε η κοπέλα με το μικρό Χ. Ανήσυχος ο μικρός. Δεν ήξερε. Καταλάβαινε όμως. Καταλάβαινε μία αναστάτωση το παιδί.

«Πού είναι ο μπαμπάς…;»

Πού είναι ο μπαμπάς…

Η φράση αυτή αντηχεί μέσα μου και σήμερα και πάντα θα αντηχεί. Πάντα θα νιώθω τα μάτια του να με κοιτάνε και να σκέφτεται το παιδί «ποιοι είναι όλοι αυτοί και πού είναι ο μπαμπάς μου…;». Και θα σε ακούω να του απαντάς:

«Ο μπαμπάς είναι ταξίδι. Μακριά, πολύ μακριά.»

Μακριά, πολύ μακριά…

«Σου πήρε όμως δωράκια. Και μου είπε να σου πω πως σ’ αγαπάει πολύ… Έλα πάνω να σου τα δείξω.»

Δωράκια… Είχες πάει και του είχες πάρει δώρα… Από τον μπαμπά του…

Δείχνεις ένα απέραντο μεγαλείο ψυχής ώρες-ώρες…

Φύγαμε κι εκείνη τη μέρα, αλλά πέρασαν μέρες πολλές μέχρι να συνέλθω από το μεγαλύτερο σοκ που έχω ζήσει.

Με τον καιρό το ξεπέρασες κάπως. Θέλω να πιστεύω ότι σε βοηθήσαμε πολύ. Σε πείσαμε να βγεις από το σπίτι σου, σε σπρώξαμε να ξαναζήσεις τη ζωή σου.

Αλλά δε θα το ξεχάσεις ποτέ.

Όπως κι εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ όλες αυτές τις στιγμές που έχασα τα λόγια και τη φωνή μου.

Έχω μάθει πια πώς να μιλάω και τι να λέω σ’ αυτές τις περιπτώσεις – λόγια καρμπόν, το παραδέχομαι, αλλά τι σημασία έχει αν κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα.

Όμως ξέρεις πότε με κάνεις πάντα να χάνω τα λόγια μου;

Κάθε φορά που με κοιτάς στα μάτια και μου λες: «Η αδερφούλα σου καλά είναι; Να την προσέχεις Ιάσονα…»

Διάβαζα ένα post στο blog της Παραγράφου. Και τότε το συνειδητοποίησα. Ναι, πάνε 2 χρόνια…