Tuesday, July 25, 2006
Saturday, July 22, 2006
Εγώ, εσείς και οι άλλοι...
Tuesday, July 18, 2006
Emotional Quotient

Thursday, July 13, 2006
Βεράντα
δυο μάτια είναι ολόγιομα
που σε ρωτούν γιατί,
μα δε ζητούν εξήγηση
και νιώθεις την αφήγηση
του ανέμου την καυτή.
Του δειλινού τα χρώματα,
της θάλασσας αρώματα
είναι ματιά θολή
που σε κοιτά κατάματα,
μια εικόνα – χίλια πράματα,
και σε μελαγχολεί.
ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΙ ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ,
ΜΕΝΕΙ, ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΤΑΙ
ΚΑΙ ΠΑΕΙ…
ΜΑ ΑΦΗΝΕΙ ΕΝΑΝ ΚΑΗΜΟ,
ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΟ,
ΠΟΥ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟ ΑΝΑΙΣΘΗΤΟ
ΠΟΝΑΕΙ…
Βεράντα και τα όνειρα
αφήνουνε απόνερα
στα μάτια της ψυχής.
Της νιότης τόσα βήματα
να σκάνε σαν τα κύματα
κι ο λογισμός τραχύς,
κι ας λιώνει με το πέρασμα
του χρόνου και το κέρασμα
μ’ αμέτρητες στιγμές.
Κι ενώ ο ήλιος καίγεται
ο νους σου ονειρεύεται
καρδιά χωρίς ρωγμές.
Monday, July 10, 2006
Thursday, July 06, 2006
Ροζ
Αυτά πρέπει να σκεφτόταν και ο θείος μου, όταν άρχισε να αναρωτιέται κάτι που κανείς δεν είχε τολμήσει να σκεφτεί ως τότε: ποιο είναι το νόημα της ύπαρξής μας.
Για την ακρίβεια, κανείς δεν είχε χρειαστεί να το σκεφτεί αυτό ως τότε.
Στο βασίλειό μας, κανείς δεν πέθαινε. Δε γνωρίζαμε για το θάνατο. Και χωρίς θάνατο, δεν υφίσταται ζωή. Χωρίς ζωή λοιπόν, δεν τίθεται θέμα ύπαρξης.
Ο θείος μου όμως δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος στο βασίλειό μας. Βέβαια. Ο θείος μου ήταν επιστήμονας. Για την ακρίβεια ήταν ο σπουδαιότερος επιστήμονας σε όλο το βασίλειο. Και είχε πολλές ανησυχίες. Ο μόνος σε όλο το βασίλειο, μιας και δεν είχαμε καλλιτέχνες. Δεν είχαμε καλλιτέχνες, γιατί ήταν όλοι τόσο πλήρεις που δεν είχαν κάτι να εκφράσουν.
Ο θείος μου, λοιπόν, μια μέρα ξεκίνησε να ψάχνει το νόημα της ύπαρξης.
Έβαλε κάτω τα χαρτιά του και άρχισε να σκέφτεται. Υπολόγιζε, έγραφε, έσβηνε, έσκιζε τα χαρτιά, εκνευριζόταν και πάλι απ' την αρχή.
Η υπόθεση έμοιαζε ζόρικη.
Οι μέρες περνούσαν και ο θείος μου δεν έβγαζε άκρη.
Θα έλεγε κανείς ότι η αναζήτηση αυτή τον ρουφούσε, τον έπινε, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα...
Η μεγάλη μέρα, όμως, άργησε, αλλά ήρθε.
Το αποτέλεσμα βγήκε και μάλιστα επαληθεύτηκε πολλάκις. Ναι, οι πράξεις ήταν όλες σωστές.
Και τότε τα πάντα ήταν ένα λάθος!
Εκείνη τη μέρα μάθαμε ότι ζούσαμε... μέσα στο όνειρο ενός ανθρώπου.
Η αλήθεια είναι πως δεν το πολυκαταλάβαμε αυτό, γιατί ούτε όνειρα βλέπαμε ποτέ. Ο θείος δυσκολεύτηκε, αλλά τελικά τα κατάφερε να μας το εξηγήσει.
Δε ζούσαμε την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ήταν αλλού. Και μέσα σ' αυτήν υπήρχε ένας άνθρωπος, σαν κι εμάς. Και το βασίλειό μας, η δική μας πραγματικότητα, ήταν απλώς και μόνο ένα του όνειρο. Και σε λίγη ώρα (στη δική του πραγματικότητα) ή λίγες μέρες (στη δική μας) τα πάντα θα εξαφανίζονταν, με το ξαφνικό και επίμονο χτύπημα ενός ξυπνητηριού. Περιττό να πω, βέβαια, πως ούτε τα ξυπνητήρια γνωρίζαμε στο βασίλειο, ούτε και τι θα πει 'ξαφνικός' και τι 'επίμονος'.
Αλλά αυτό που είχε σημασία, τέλος πάντων, ήταν η μοίρα μας.
Οι περισσότεροι από μας δεν ξέραμε τι έπρεπε να σκεφτούμε, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τόσο πολύ.
Ευτυχώς, όμως, ο θείος ήταν πάλι εκεί.
Έβαλε πάλι κάτω τα χαρτιά του και άρχισε να σκέφτεται. Υπολόγιζε, έγραφε, έσβηνε, έσκιζε τα χαρτιά, εκνευριζόταν και πάλι απ' την αρχή.
Και για άλλη μια φορά βρήκε τη λύση.
Θα έφτιαχνε μία πύλη με την οποία θα περνούσαμε από τη δική μας πραγματικότητα στην αληθινή. Θα πειράζαμε λίγο το ξυπνητήρι, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε λίγα λεπτά (στη δική του πραγματικότητα) ή λίγα χρόνια (στη δική μας πραγματικότητα) ζωής.
Όπως είναι φυσικό, κανείς δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά ο θείος μου ήταν σοφός (είχε μόλις ανακαλύψει το θάνατο) και όλοι τον εμπιστευόμασταν.
Στρωθήκαμε στη δουλειά, τηρήσαμε τις οδηγίες του και η πύλη δεν άργησε να φτιαχτεί.
Το εγχείρημα της μετάβασης ήταν δύσκολο, γι' αυτό και επιστρατεύτηκαν οι πιο γενναίοι άντρες του βασιλείου μας (τέτοιους είχαμε πολλούς). Η μεγάλη στιγμή έφτασε, όλα δούλεψαν ρολόι (κυριολεκτικά και μεταφορικά), οι γενναίοι γύρισαν στο βασίλειό μας και όλοι μαζί αποφασίσαμε να το γλεντήσουμε.
Ο βασιλιάς παρέθεσε το δείπνο και καλεσμένο ήταν όλο το βασίλειο. Στη μία άκρη καθόταν εκείνος, με την κοιλιά του να κρέμεται για να μας θυμίζει ότι ήταν βασιλιάς, στην άλλη άκρη καθόταν ο θείος μου, με την άσπρη γενειάδα να κρέμεται για να μας θυμίζει ότι ήταν σοφός, οι γενναίοι κάθονταν σε θέσεις περίοπτες και εμείς οι επίλοιποι απλώς ασχολούμασταν με το φαγοπότι (κάτι το οποίο δε συνέβαινε και πολύ σπάνια στο βασίλειό μας).
Και μέσα σ' αυτό το υπέροχο κλίμα ευφορίας και χαράς, συνέβη κάτι που δεν είχε προβλέψει κανείς. Ούτε καν ο θείος μου.
Ο φίλος μας άρχισε να ονειρεύεται φλαμίνγκο... Ροζ φλαμίνγκο...
Σιγά-σιγά το βασίλειό μας άρχισε να γεμίζει από φλαμίνγκο.
Ο θείος μου ήταν ο πρώτος που έγινε φλαμίνγκο. Οι γενναίοι ήταν οι επόμενοι και ο βασιλιάς ακολούθησε. Ένας-ένας οι άνθρωποι άρχισαν να γίνονται φλαμίνγκο. Μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένας από μας.
Το ροζ ταίριαξε όμορφα με τα χρώματα του βασιλείου μας.
Το παραμύθι με την πραγματικότητα.
Η μοίρα με την αναζήτηση.
Η ζωή με το θάνατο.
Η ιστορία έκανε το φυσικό της κύκλο.
Και ως φλαμίνγκο ίσως να νιώθουμε πολύ πιο όμορφα.
Μα τέλος πάντων πετάμε...
Εμπνευσμένο από μία πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη ταινία κινουμένων σχεδίων που είχα δει μικρός.
Το παραπάνω ήταν απλώς μία κάπως διαφορετική διασκευή του.
Monday, July 03, 2006
Homosexuality
