"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."
... είχε γράψει η Emily Dickinson.
Και συνέχισε η Μαρία Πολυδούρη:
Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη.
Με αγάπη,
Μαρία Πολυδούρη
Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε την αυγούλα της τελευταίας μέρας του Απριλίου του 1930, στα 28 της χρόνια, σε μια κλινική της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν, πληγωμένη από φυματίωση, όπως ακριβώς το είχε πει στο γράμμα της και στα ποιήματά της.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θανοίγη μέσ’ στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλάη πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζη τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είνε κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θαφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θάρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θάρθη να στο πη και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θάναι σα θαμπό καντύλι-
φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Πολλοί πιστεύουν ότι έθεσε τέρμα στη ζωή της με ενέσεις μορφίνης.
Το προηγούμενο μόλις καλοκαίρι, είχε γράψει:
Αὐτὸς ποὺ αὐτοκτονεῖ γιατὶ τοῦ ἦρθε μιὰ μεγάλη λύπη στὴ ζωή, αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀνάξιος τῆς ζωῆς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχη δεχτῆ καθόλου. Εἶνε ἕνας μικρόψυχος. Ἑξαιρῶ ὅσους αὐτοκτονοῦν γιατί εἶνε ἄρρωστοι, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά. Φυσικὰ εἶνε ταπεινωτικὸ νὰ ζῆ κανεὶς στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, κι’ ὅμως νὰ ζῆ! Μὰ δὲν πρόκειται γι’ αὐτούς, τώρα. Ὁ πόνος εἶνε τὸ φριχτὸ καὶ τὸ μεγάλο δῶρο. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ στραγγίσης τὴ ζωὴ ὡς τὴν τελευταία σταγόνα. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ παλαίψης, ὁ ἀγώνας εἶνε ἡ ζωή. Ἡ ἀντίδρασή σου σὲ κάθε χτύπημα εἶνε μιὰ νίκη, ὅσο κι ἂν χάνεις λίγο λίγο ἔδαφος, γιατί βέβαια ἐσὺ θὰ ἐξαντληθῆς ὄχι ἡ ζωή. // Μὰ αὐτὴ ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια, τὸ κατανάλωμα τῆς ψυχῆς μας, τῆς ζωῆς μας ὅλης, τί ἀφάνταστα φριχτὸ καὶ τί σεμνὰ μεγαλειῶδες! «Καθῆκον» λέξις τριμμένη, σχεδὸν χωρὶς οὐσία καὶ μισητή. Τί ἀνύψωμα θἄπρεπε νὰ τῆς δώσω, τί ντύσιμο νὰ τῆς κάνω –μᾶλλόν τι ξεντύσιμο- γιὰ νὰ τὴ δώσω στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς! Ἕνα καθῆκον εὐγενείας. Εἶνε εὐγένεια τὸ δόσιμο στὴν καταστροφὴ τῆς ζωῆς. Πόσες γωνιὲς τῆς ψυχῆς σου θὰ φωτισθοῦν, τί ἐξαΰλωμα, ἐξαγίασις ὁ σπαραγμός, ἡ συντριβή, ἡ ταπεινωσύνη. Στὸ βάθος τοῦ πόνου ὁλοένα, ποὺ νὰ τελειώνουν ὅλα μπρὸς στὰ μάτια σου, ποὺ νὰ σοῦ λείπει ἡ πνοή, ποὺ νὰ νιώθῃς κάθε στιγμὴ τὴ λόγχη στὰ σπλάχνα, ἔτσι πέρνεται ἡ μεγάλη γαλήνη τῆς μορφῆς καὶ τὸ φωτοστέφανο τῆς Ζωῆς: ἕνας ἄξιος ἄνθρωπος! Ἔτσι μόνο θ᾿ ἀξιωθῆς, ὅταν ἡ μεγάλη στιγμὴ φτάση, νὰ καταλάβεις βαθιὰ ὅτι ἔζησες, ὅτι τὴ Ζωὴ τὴν πῆρες ὅλη, ὅτι τόσο τὴν ἐξάντλησες, ὥστε ἂν κανεὶς σοῦ πρότεινε ἕνα ξαναγύρισμα νὰ ἀρνηθῇς μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ ἁπλότητα.
Ο Κ., που αναφέρει στο γράμμα της, ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης, άρρωστος κι αυτός, με σύφιλη, έχει αυτοκτονήσει με ένα περίστροφο την 21η Ιουλίου του 1928 στην τοποθεσία Βαθύ της Πρέβεζας, όπου είχε αποσπαστεί ως νομαρχιακός υπάλληλος ένα μήνα πριν. Το προηγούμενο βράδυ είχε αποπειραθεί να πνιγεί στη θάλασσα, κοντά στο Μονολίθι, ανεπιτυχώς όμως, καθώς ήταν πολύ καλός κολυμβητής. Το πρωί, γύρισε σπίτι του, ήπιε ένα ποτήρι γάλα που του προσέφερε η σπιτονοικοκυρά του και έφυγε για ένα καφενείο της περιοχής, κοντά στο οποίο αργότερα, όπως γράφει η αναθηματική στήλη που του έφτιαξαν οι ντόπιοι, "βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά", κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του, βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
11 Comments:
τι σύμπτωση. διάβαζα το τέλος του καρυωτάκη εχτές, το σημείωμα, τα λόγια του. και να τώρα εδώ.
για την μαρία πολυδούρη δεν ήξερα...τι βασανισμένες ψυχές, χήρες. είναι τελικά απαραίτητο να είναι κανείς τόσο πονεμένος για να μεγαλουργήσει? δεν ξέρω κανέναν πανευτυχή δημιουργό...
καλημέρα πολύχρωμη
θα συνεχίσω την βόλτα μου προς τα πίσω σου...
χ
''μονον οποιος πολυ επονεσε ιμπορει και να γελα'' ~ Ελυτης
αγαπητε jason σε επισκεπτομαι για πρωτη φορα και μου αρεσει το blog σου.Ενα μικρο tip..η Μαρια Πολυδουρη και ο Κωστας Καρυωτακης ηταν και οι δυο υπαλληλοι του δημοσιου και τελικα το δημοσιουπαλληλικι αποδυκνυεται για αλλη μια φορα οτι βλαπτει σοβαρα την υγεια δεν νομιζεις?
"τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή του"
Jason πολύ ωραία η ιδέα και η αναφορά!
Ysatis today: Οχι, αντίθετα οι δημόσιοι υπάλληλοι βλάπτουν σοβαρά την υγεία όλων μας! Πέρασα μια δύσκολη μέρα σήμερα, η ... τους δεν έχει τελειωμό!
Ysatis today, η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι ξεκίνησε η σκέψη για το post. Όπως και η maya, έτσι διάβαζα κι εγώ εχτές πάλι για το τέλος του Καρυωτάκη και το ελαφρώς χιουμοριστικό του ΥΓ μου δημιούργησε τη διάθεση να φτιάξω κι εγώ ένα ελαφρώς χιουμοριστικό post.
Η πληροφορία της ημέρας, λοιπόν, είναι ότι ο Καρυωτάκης άρχισε να έχει τάσεις αυτοκτονίας όταν, το Φλεβάρη του 1928, αποσπάστηκε στην Πάτρα... Τον έπνιγε η μικρότητα της τοπικής επαρχιακής κοινωνίας, κάτι που για μένα εδώ εξηγεί πολλά... :)
Στη συνέχεια, όμως, και καθώς κατέληξα να διαβάζω για την Πολυδούρη, τα βρήκα όλα αυτά τόσο τραγικά και λυρικά ταυτόχρονα, που σίγουρα δεν κόλλαγε πολύ το χιούμορ...
Έτσι λοιπόν, maya, κυρίως από το γράμμα της Πολυδούρη, αλλά και από αυτό του Καρυωτάκη, πιστεύω ότι βλέπουμε πολύ περισσότερο από το βάσανο της ψυχής τους. Βλέπουμε το βάσανο μιας ολόκληρης γενιάς, που ίσως η Πολυδούρη να ήταν πολύ πιο μπροστά από τον Καρυωτάκη ώστε να μπορέσει να το καταλάβει και να το περιγράψει καλύτερα. Και διαβάζουμε τόσα όμορφα πράγματα, μέσα στην τραγικότητά τους, όπως η περιγραφή των αισθημάτων της Πολυδούρη και οι διαχρομικές της συμβουλές για τη ζωή.
Ιδίως αυτό το γράμμα της, το διαβάζω και το ξαναδιάβαζω και μου φαίνεται τόσο διδακτικό...
Καλέ μου Ιάσονα, στ' αλήθεια συγκινήθηκα (κι ας ακούγεται τόοοσο μελό)!
Δεν περίμενα, πραγματικά δεν περίμενα, ένας σημερινός νέος άνθρωπος όχι να ασχοληθεί τιμητικά, αλλά στην ακραία περίπτωση ούτε καν να γνωρίζει τη Μαρία Πολυδούρη. Η οποία, παρά το ότι έχει αδικηθεί από το γεγονός ότι στη συλλογική μνήμη διασώθηκε κυρίως ο έρωτας της για τον Καρυωτάκη, υπήρξε (όπως σωστά τη συνδέεις με την Έμιλι Ντίκινσον) μια γυναίκα των επόμενων εποχών, που είχε, μέσα στην ευαισθησία της, το θάρρος να υπερασπίσει και να ζήσει, με κάθε κόστος, το πάθος της, τις επιλογές της και την ελευθερία της _πέρα από την ποίησή της και στην πραγματική ζωή_ μέσα στο αποπνικτικό και συχνά εξοντωτικό μικροαστικό περιβάλλον της εποχής της.
(Για τον Καρυωτάκη είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα)
Καλά να είσαι!
Αυτό διάβασα κι εγώ λοιπόν στο γράμμα της. Ότι ήταν μια γυναίκα τόσο μπροστά από την εποχή της, μα τόσο μπροστά... Κι ίσως είναι εύκολο να λέμε για έναν επιστήμονα ή για ένα πολιτικό ότι ήταν μπροστά από την εποχή του, αλλά όταν το λέμε για μία ποιήτρια, και μάλιστα όχι τόσο ως ποιήτρια αλλά περισσότερο ως γυναίκα, τότε έχει αυτό πολύ μεγαλύτερη διάσταση.
Με την Έμιλυ Ντίκινσον δεν τη συνδέω μόνος μου. Η ίδια χρησιμοποιεί τη φράση της στο γράμμα της και την αναφέρει και ως "καλή της φίλη"...
Εμένα αυτό που μου κάνει εντύπωση στην Πολυδούρη, είναι οτι μιλάει για τη ζωή πολύ ώριμα και κατασταλαγμένα, ενώ πέθανε πολύ νέα. Πάρα πολύ όμορφο αφιέρωμα jason!
Ναι. Στο αρχικό μου κείμενο είχα ξεχάσει να σημειώσω ότι πέθανε στα 28 της χρόνια, το σκέφτηκα αμέσως και το συμπλήρωσα. Πράγματι, είναι εντυπωσιακό.
αγαπητε jason και χωρις να θελω να προσβαλω τα φιλολυρικα ενστικτα σου, σου εξηγω πως αδικα με ''επανεφερες στην ταξη'' γιατι αυτοι οι δυο ποιητες ενεπνευσαν και εμενα για μια ολοκληρη εποχη της ζωης μου που με διακατειχαν πεσιμιστικες τασεις τετοιες που ταυτιζομουν απολυτα μαζι τους.Ομως θα επρεπε να γνωριζεις πως η ποιηση δεν γινεται αυτοσκοπος και ειναι μαλλον το εργαλειο για να κατανοουμε την ζωη γυρω μας..μεσα στην οποια τα δυτα συναισθηματα ειναι αναποσπαστα,οπως το γελιο που ακολουθει το δακρυ και αυτο ειναι υγεια.Εξελαβες ως χιουμοριστικο το σχολιο μου,ισως και σαρκαστικο ενω απλα υμνει την ειρωνια που πηγαζει απο την καθημερινοτητα που και οι δυο αυτοι ανθρωποι στιλιτεψαν με την ποιηση τους οσο κανενας αλλος.Μια αλλη διασταση αποπειραθηκα να δωσω αλλα μαλλον απετυχα..οποτε εχει καλως, καλε μου φιλε.
Κάθε άλλο, αγαπητέ, με παρεξήγησες.
Δεν προσπάθησα να σε επαναφέρω στην τάξη, δεν είμαι κανένας μπαμπούλας εδώ, κουβέντα κάνουμε, είμαι ανοιχτός και συνήθως θετικός σε κάθε είδους σχόλια.
Τα περί χιούμορ που δεν κόλλαγε, δεν είχαν να κάνουν με το δικό σου σχόλιο, αλλά με αυτό που εξήγησα παραπάνω πως είχα σκοπό αρχικά να γράψω, ένα χιουμοριστικό post.
Με καλή διάθεση, δηλαδή, πήγα να σου απαντήσω ότι όπως εσύ είδες αυτήν τη χιουμοριστική πλευρά του θέματος, έτσι κι εγώ είχα δει μια αντίστοιχη, και μάλιστα ήταν ο λόγος που αρχικά ασχολήθηκα με το θέμα, απλώς τελικά αποφάσιζα ότι του άξιζε μια πιο σοβαρή παρουσίαση.
Παρεξήγηση. ;)
Περπατώντας αργά,στην προκυμαία υπάρχεις λες και ύστερα δεν υπάρχεις.
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home