Για όλους εσάς που απόψε κοιμάστε
Ήρθε μια φίλη από Αθήνα προχτές.
-Θέλω να περπατήσουμε. Να μου δείξεις την Πάτρα.
"Θα σε πάρω μια νύχτα να σου δείξω την πόλη, όταν θα κοιμούνται όλοι…" έλεγε ένα τραγούδι που αγαπούσα κάποτε.
Τους χειμώνες στην Αθήνα, πηγαίνουμε με το αυτοκίνητο σε μια γωνιά στο βουνό κάπου κοντά μας και χαζεύουμε τη νύχτα, ενώ ο αέρας μυρίζει χώμα και πεύκο, ή και πιο μακριά, σε κανα ξέφωτο στις στροφές της Πεντέλης, που φαίνεται και η θάλασσα, κι είναι ωραία και ήσυχα.
Kι όμως, μια πόλη το βράδυ έχει τη δική της γοητεία.
Καθώς βολτάραμε στην Πάτρα, ανέβηκε στη μύτη μου μια μυρωδιά από άσπρο γιασεμί που μου θύμισε αμέσως τα Φτηνά τσιγάρα με τη μουσική του Καλαντζόπουλου.
-Γιατί δε φαίνονται τ’ αστέρια;
-Τα κρύβουν τα φώτα της πόλης.
-Και γιατί δεν τα σβήνουν;
-Οι άνθρωποι φοβούνται. Προτιμούν μια φωτισμένη πόλη.
Μου πήρε χρόνια να βρω μέσα μου γιατί μου μιλάει η εικόνα από τα φώτα μιας πόλης αργά το βράδυ. Γιατί νιώθεις να απλώνουν τα όνειρα που κρύβουν, τα στριμωγμένα στις ανάσες των ανθρώπων που κοιμούνται.
"Η πόλη κοιμάται, μα εγώ ξενυχτώ, πίσω απ’ τα τζάμια σας τον ύπνο σας κοιτάζω…", λέει άλλο ένα τραγούδι.
Είχα περάσει κάποτε ένα ολόκληρο βράδυ στην Κωνσταντινούπολη να χαζεύω τον ύπνο εκατομμυρίων ανθρώπων στην υπέροχη θέα της απέραντης φτωχής πόλης από το παράθυρο του ενδέκατου ορόφου του χτισμένου ψηλά στην πόλη ξενοδοχείου.
Ένα άλλο βράδυ, με μια όμορφη παρέα στη Θεσσαλονίκη, ήμασταν σκαρφαλωμένοι στα τείχη εκεί στο Επταπύργιο, με τη μεγάλη φτωχομάνα να απλώνεται από κάτω μας.
Περπατήσαμε προχτές μέσα από τα φώτα της πόλης, διασχίσαμε όνειρα και πλάνες που ροχάλιζαν και κάτσαμε στο μώλο.
Ο κόσμος αγαπάει τα λιμάνια, γιατί βλέπει τη θάλασσα και ηρεμεί, βλέπει τα πλοία που φεύγουν κι έρχονται και ταξιδεύει. Και ίσως δεν προσέχει κανείς την πίσω θέα, το κέντρο μιας άσχημης πόλης να σκαρφαλώνει προς το λόφο.
Καμιά φορά τα καλοκαίρια, όταν είμαστε με την παρέα στο νησί, περνάμε τα βράδια μας στο φάρο. Περπατάμε την προκυμαία γύρω-γύρω, προχωράμε στο λιμενοβραχίονα, πηδάμε τα κάγκελα που μας προστατεύουν από το ετοιμόρροπο κτίσμα, ανεβαίνουμε κάτι κατεστραμμένα σκαλιά και ξαπλώνουμε στο τσιμέντο γύρω από τη μηχανή του φάρου, και χαζεύουμε τη μικρή πόλη να κοιμάται.
Εγώ ανεβαίνω με τη σιδερένια σκάλα πάνω στη μηχανή και αγκαλιάζω το τζάμι για να κρύψω το φως του φάρου απ’ την πόλη. Θα το προσέχει άραγε κανείς;
Κάποιος φτιάχνει εικόνες με τα φώτα της πόλης:
-Την βλέπεις τη γέφυρα;
-Ποια γέφυρα;
-Βλέπεις τα φώτα; Που καθρεφτίζονται στο νερό; Τα κίτρινα φώτα του παραλιακού δρόμου. Καθρεφτίζονται σαν ακτίνες φωτός που χάνονται προς τα κάτω. Φαντάσου ότι είναι το φως που παρεμβάλλεται απ’ τους χοντρούς πυλώνες μιας γέφυρας, που είναι οι σκοτεινοί χώροι ανάμεσα στις ακτίνες. Φαντάσου πως στηρίζουν τη γέφυρα, που είναι ο δρόμος, και πάνω στη γέφυρα στέκεται όλη η πόλη.
Μόνο στο κάστρο δεν ανεβήκαμε προχτές.
Πρώτη φορά, θυμάμαι, είχα πάει με μια παρέα και δυο ποτά, είχαμε κάτσει σ’ εκείνο το τοιχίο που βλέπει τη μισή πόλη και ένας θεός ξέρει πώς πείσαμε το φίλο μας να μην πάρει φόρα να πηδήξει στην ταράτσα εκείνου του σπιτιού. Κοιτάζαμε την πόλη. Την πόλη με τα άσχημα σπίτια με τις πολλές κεραίες και τη θέα στην απέναντι μπουγάδα, με τις πολυκατοικίες που είναι χτισμένες έτσι ώστε να βλέπουν στη μόνη πλευρά που δεν έχουν θέα, με τα χαλάσματα από κτίσματα μιας άλλης εποχής, με τα φώτα των αυτοκινήτων, με την κάβα με το μεθυσμένο γέρο που μας είχε χαρίσει τα ποτά, με το σπίτι που περάσαμε στο δρόμο μας με το ανοιχτό παράθυρο και τον ήχο του κρεβατιού που έτριζε, με τους ελάχιστους περαστικούς του από κάτω δρόμου που χάνονταν βιαστικά προς τα μικρά σπίτια των στενών δρόμων της κοντινής γειτονιάς, σφίγγοντας ίσως στην τσέπη τους ένα πορτοφόλι με τρεις φωτογραφίες απ’ όσους αγαπάνε, απ’ ό,τι αξίζει στη ζωή τους κλεισμένο εκεί μέσα. Με τις ξύλινες κολώνες της ΔΕΗ με κολλημένα πάνω πένθιμα χαρτιά, σφραγίδες του θανάτου. Με τον Αγιαντρέα να στέκει επιβλητικός στην άκρη της πόλης, να την κοιτάζει όπως κι εμείς, χωρίς να κάνει τίποτα, όπως ακριβώς όλους τους τελευταίους αιώνες.
Ένα βράδυ πριν χρόνια είχαμε καθήσει με ένα φίλο στο Λυκαβηττό και χαζεύαμε σιωπηλοί τα φώτα της Αθήνας, πριν από μια συναυλία των Πυξ Λαξ γεμάτη τραγούδια για περασμένες εφηβείες μπερδεμένες σε δυτικές γειτονιές, για αγάπες χαμένες σε μελαγχολικές καθημερινότητες, για ασήμαντα σοκάκια με σπίτια χαμηλά και με φάμπρικες, για πουτάνες, για γέρους με μικρά κι αστεία μηχανάκια και για παιδιά με όνειρα πνιγμένα.
Κόσμος που βούταγε ως τότε στο δωμάτιό μου μόνο από το κασετόφωνο, σαν την κιτρινοπορτοκαλιά δέσμη φωτός που έσταζε τα απογεύματα ο ήλιος στο δωμάτιο του φίλου μου από το φεγγίτη και μας φώναζε να βάλουμε εκείνο το σκαμνί, να ανοίξουμε το τζαμάκι και να βγούμε στα κεραμίδια να τον προλάβουμε να φεύγει πίσω από τα βουνά της περιοχής.
Κι όταν φεύγει το ζεστό του φως, έρχεται η ώρα για τα κρύα φώτα της νύχτας, αυτά που κρύβουν τα αστέρια για να χάνουν το δρόμο τους τα αστικά όνειρα.
16 Comments:
Καλημέρα! Τι ωραία, φωτεινά ταξίδια!
υπέροχο κείμενο. Μου έκλεψες τα λόγια και δεν μπορώ τώρα να σχολιάσω κάτι...
Καταπληκτικό!
Καλώς σε ξαναβρίσκω, μικρέ ποιητή (δεν το λέω έτσι για να πω κάτι, ξέρω πως τα σιχαίνεσαι αυτά· πάρ' το σαν μια περιληπτική διατύπωση ενός από τα "σεντόνια" που συνήθως σου γράφω και συνήθως μου συγχωρείς, αλλά για άλλη μια φορά δεν έχω καιρό να το κάνω).
Μοιραζόμαστε το ίδιο βλέμμα για τις νυχτερινές πόλεις.
Επίσης, στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να μείναμε στο ίδιο ξενοδοχείο (πέρασα πέντε νύχτες χαζεύοντας τον νυχτερινό ύπνο της, κι ας ξυπνούσα πρωί πρωί για να την περιηγηθώ. Στο Παρίσι, τώρα, δεν είχα παράθυρο με θέα, αλλά έμενα έξω μέχρι μετά τα μεσάνυχτα _κι ας ξυπνούσα από τα άγρια χαράματα για να το περιηγηθώ).
ΥΓ. Τελικά, πάλι "σεντόνι" βγήκε!
:)))
προσωπικα, αυτο που με κανει να αγαπησω μια πολη, ειναι οι ανθρωποι της..μπορει να παω καπου και να κανω μονο 2-3 βολτες, αλλα αν υπαρχει εκει καποιος που αγαπαω, ταυτιζω τον τοπο με αυτον και ετσι αγαπαω και την περιοχη..παραξενο, το ξερω, αλλα ετσι γινεται με μενα!!
ομορφο το 'ταξιδακι' που μας χαρισες ομως..
Just me, η τελευταία φορά που πήγα στην Κωνσταντινούπολη ήταν πριν από 4 χρόνια και κάτι, και όμως, μέχρι πριν λίγο καιρό θυμόμουν ακόμα το όνομα του ξενοδοχείου εκείνου... αλλά φυσικά τώρα που το είπες και κάθομαι να το σκεφτώ δε μου έρχεται!
Παρίσι, άλλος αέρας...
Φανή, εγώ αγαπάω όλες τις πόλεις, αν και σίγουρα νιώθω πιο κοντά σε αυτές στις οποίες υπάρχει κάποιος που αγαπάω. Και όμως, ακόμα και η τελυταία πόλη, η πιο... κακιά και πιο άσχημα, από ψηλά το βράδυ είναι ωραία. Για μένα τουλάχιστον.
hmm..ta fwta mias polis emena m thimizoun ta keinoumena sxedia..ena fwtaki ia kathe idea...
idea lamperi, fwteini pou mporei nanai k axristi!!! :P
auto mou aresei na skeftomai oti einai ena fwtaki, gia kathe oneiro elpida..
a! eides tipota den einai tuxaio...ston endekato isoun!!!
lol
xxx
Από τα 15 μου μισώ έντονα τα φώτα της πόλης. Βλέπεις στα 15 μου αγόρασα το πρώτο μου τηλεσκόπιο και οι νυχτερινές φωταψίες με εμπόδιζαν να χαρώ τον έναστρο ουρανό.
Προσωπικά δεν τα λέω σχεδόν φώτα της πόλης, αλλά φωτορύπανση.Το ξέρω είναι κόλλημα αλλά αν δεις μια φωρά τον έναστρο ουρανό της εξοχής (χωρίς φεγγάρι μάλιστα) τότε όλα τα άλλα φώτα μόνο φωτορύπανση μπορούν χαρακτηρισθούν.
Ε είναι τι σου έχει λείψει τότε. Εγώ στο νησί έμενα ξάπλα μπροστά στο κύμα να βλέπω αστέρια να πέφτουν όλο το βράδυ, κάθε βράδυ, για πολλούς μήνες, για άπειρα καλοκαίρια.
Δεν είναι πως το χόρτασα αυτό, αλλά βλέπεις, οι πόλεις έχουν μια άλλη γοητεία.
Αχ, οι μικρές ομορφιές της ζωής για τα μάτια των όμορφων ψυχών....
Μου άρεσε το κείμενο. Την περπάτησες τη φίλη σου στα φώτα των ονείρων, που φωτίζουν αυτό που θέλετε να δείτε.
Και η ασχημες πόλεις όμως έχουν κι αυτές τη γοητεία τους, αν μη τι άλλο απο όλους εμάς δεν δημιουργήθηκαν? Ας φωτιστούν και αυτές οι πλευρές.
Τα σκοτάδια είναι για τους φωτεινούς θαρραλέους ανθρώπους που αντιπαρέρχονται τις πραγματικότητες όλων μας.
Θαυμάσιο κείμενο.
Θαυμάσιο.
Σέρνουμε βήματα στα έξω σκοτάδια ψηλαφώντας αναλαμπές.
Λαμπυρίσματα πιότερο ζωής, ανθρώπων που πάλλονται εννοώ, παρά αστεριών.
Φως, να χυθεί μέσα (μας).
Ίσως το φως θα 'ναι μια τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει...
:)
Πολύ όμορφο, πολύ αισθαντικό κείμενο, Ιάσων!
Δεν μπορώ παρά να παραφράσω :
"Συλλογίστηκε ποτέ κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος ηλεκτρολόγος, που διανυκτερεύει;" Μπορεί ναι, μπορεί όχι... Τώρα, πάντως, όλοι το ξέρουμε πια!..
Πωπω τι πράγμα κι αυτό με τους Ηλεκτρολόγους...
Χρειάστηκε να περάσουν μήνες, αλλά έκανα το συνειρμό!
Τι άλλο θα απασχολούσε έναν ηλεκτρολόγο τη νύχτα, αν όχι τα φώτα...;
Σωστό!
:)
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home