Η εξοχή
Ἡ ἐξοχή! ἆ! τί λαμπρόν!... νυχθημερὸν χασμᾶσθαι,
τρώγειν, οὐρεῖν, ἀποπατεῖν, χαζεύειν καὶ κοιμᾶσθαι
μὴ ὁμιλεῖν οὐδέποτε διὰ μεταρρυθμίσεις
καὶ μὴ αἰσθάνεσθαι παλμοὺς καὶ τόσας συγκινήσεις.
Μακρὰν ὁ τόσος συρφετός, ὁ κοπετὸς κι' ὁ θρῆνος,
καὶ ζῇς ἐκεῖ μονάχος σου καὶ ἄφωνος ὡς κτῆνος.
Ὦ! τί ζωὴ μοναδικὴ κι' ἀπόλαυσις γλυκεῖα!...
χωρὶς σκοτούραις καὶ καϋμοὺς τρῷς ἥσυχο ψωμί,
οὔτε σοῦ στρήφει τἄντερα τοῦ κόσμου ἡ κακία,
ἀλλ' οὔτε σοῦ χαλᾷ ταὐτιὰ τοῦ κόσμου ἡ τιμή.
Δὲν τρέχεις κίνδυνο νὰ φᾷς εὐζωνικὸ στειλιάρι
κι' οὔτε φοβᾶσαι χαστουκιαῖς καὶ τὸν Μπαϊρακτάρη.
Παίζεις μονάχος σου χαρτιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ σου βάνεις
ὡς πόσα θὰ ἐκέρδιζες ἂν ἔπαιζες στ' ἀλήθεια,
κι' ἔτσι δὲν παίρνεις τίποτε, ἀλλ' ὅμως οὔτε χάνεις,
καὶ οὔτε λύπη καὶ χαρὰ δὲν σοῦ κινεῖ τὰ στήθεια.
Ἡ ἐξοχή... ἆ! τί λαμπρόν!... τί θέαμα ὡραῖον!...
ἡ θάλασσα, τὰ κύματα κι' οἱ βράχοι τῶν ὀρέων!
μὴ ὁμιλεῖν οὐδέποτε διὰ μεταρρυθμίσεις
καὶ μὴ αἰσθάνεσθαι παλμοὺς καὶ τόσας συγκινήσεις.
Μακρὰν ὁ τόσος συρφετός, ὁ κοπετὸς κι' ὁ θρῆνος,
καὶ ζῇς ἐκεῖ μονάχος σου καὶ ἄφωνος ὡς κτῆνος.
Ὦ! τί ζωὴ μοναδικὴ κι' ἀπόλαυσις γλυκεῖα!...
χωρὶς σκοτούραις καὶ καϋμοὺς τρῷς ἥσυχο ψωμί,
οὔτε σοῦ στρήφει τἄντερα τοῦ κόσμου ἡ κακία,
ἀλλ' οὔτε σοῦ χαλᾷ ταὐτιὰ τοῦ κόσμου ἡ τιμή.
Δὲν τρέχεις κίνδυνο νὰ φᾷς εὐζωνικὸ στειλιάρι
κι' οὔτε φοβᾶσαι χαστουκιαῖς καὶ τὸν Μπαϊρακτάρη.
Παίζεις μονάχος σου χαρτιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ σου βάνεις
ὡς πόσα θὰ ἐκέρδιζες ἂν ἔπαιζες στ' ἀλήθεια,
κι' ἔτσι δὲν παίρνεις τίποτε, ἀλλ' ὅμως οὔτε χάνεις,
καὶ οὔτε λύπη καὶ χαρὰ δὲν σοῦ κινεῖ τὰ στήθεια.
Ἡ ἐξοχή... ἆ! τί λαμπρόν!... τί θέαμα ὡραῖον!...
ἡ θάλασσα, τὰ κύματα κι' οἱ βράχοι τῶν ὀρέων!
Οι παραπάνω είναι 3 πρώτες στροφές του ποιήματος "Η εξοχή" του Γιώργου Σουρή, γραμμένο τον Αύγουστο του 1886 στην Καστέλλα (υποθέτω αυτήν του Πειραιά), τότε που λίγο πολύ όλη η Ελλάδα εξοχή πρέπει να ήταν.
Εγώ, γεννημένος ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1986, σας επαναπαραθέτω αυτές τις στροφές τον Αύγουστο του 2015, από εκεί που πάω κάθε Αύγουστο, για να ευχηθώ καλό καλοκαίρι και φέτος. :)