Tuesday, April 27, 2010

Περί κοινωνικής οκνηρίας

Η έννοια της συλλογικής ευθύνης έχει συνδεθεί περισσότερο με αποτυχημένες γενιές, εξαπατημένους λαούς, γενικώς με μεγάλες μαυρίλες του παρελθόντος.
Ευθύνη, όμως, δεν υφίσταται μόνον απέναντι στο παρελθόν ή απέναντι στο μέλλον (που είναι και της μόδας), υφίσταται φυσικά και απέναντι στο παρόν. Αποφεύγεται, συνήθως, αυτή η σκέψη για την ευθύνη του παρόντος, ασυναίσθητα ίσως, και ίσως διότι είναι ως ευθύνη πιο απαιτητική. Και το πιο σκληρό της μέρος είναι αυτό που άπτεται της καθημερινότητας, γιατί είναι και το πιο άμεσο και το πιο σημαντικό, αν καταφέρει κανείς να συνειδητοποιήσει ότι το κάδρο της ζωής, των ζωών, ακόμα και μιας ολόκληρης εποχής, διαμορφώνεται από τις καθημερινές συνθήκες.

Εξάλλου, οι ευθείες της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης δεν είναι παράλληλες, αλλά τέμνονται. Στον κόσμο της καθημερινότητας, το σημείο τομής των παραπάνω δύο ευθειών πρέπει να είναι εκεί όπου συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν είναι άμοιρος ευθυνών για την απαξίωση της ζωής του, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο απαξίωσης. Για τους περισσότερους, το σημείο αυτό είναι μάλλον κάπου κοντά στο άπειρο, και έτσι οι ευθύνες τους κοιτάνε πάντα τη ζωή τους ανέμελες από μακριά και vice versa.

Κάπου ξεχνιέται, δηλαδή, η έννοια και η αξία της συμμετοχής της ατομικής ευθύνης του καθενός μέσα στη συλλογική ευθύνη για την καθημερινότητα που όλοι βιώνουμε.

Και εκεί έρχεται και εφαρμόζει ο ορισμός του μέσου νεοέλληνα.

Είναι ακριβώς αυτός που δεν αποδέχεται μέσα στην κοσμοθεωρία του και δεν ενσωματώνει στη συμπεριφορά του απέναντι στις μικρές, κυρίως, προκλήσεις της καθημερινότητας, το αξίωμα ότι χρειάζεται και η δική του συνεισφορά
, αν μη τι άλλο με τη μη περαιτέρω επιβάρυνση του συλλογικού προβλήματος. Ο νεοέλληνας δεν αγνοεί την ύπαρξη του προβλήματος, τον εξοργίζει μάλιστα και τον αηδιάζει. Δεν πιστεύει όμως ότι χρειάζεται ο ίδιος να κάνει κάτι.

Βιώνει μια σχέση οξύμωρη.

Νεοέλληνας είναι αυτός που τον τρελαίνει η κίνηση στο κέντρο, αλλά δεν παίρνει το μετρό, γιατί κουράζεται. Είναι ο ίδιος που δεν τον ενοχλούν οι τζαμπατζήδες, αλλά το κράτος, που δεν έχει τους μηχανισμούς να τους ελέγξει. Είναι περίπου αυτός που κοροϊδεύει την οδηγική συμπεριφορά των άλλων, αλλά παρκάρει εκεί που τον βολεύει και έχει πάντα προτεραιότητα στο δρόμο. Αυτός που συμφωνεί με τη μόδα της οικολογίας και καταλαβαίνει το ενεργειακό ζήτημα, αλλά βαριέται φεύγοντας να κλείσει τα φώτα και το λάπτοπ. Αυτός που μουρμουράει για την κατάντια με τα λαδώματα, αλλά τη νομιμοποιεί προς όφελος του όσο πιο συχνά μπορεί. Αυτός που ξέρει πως όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, αλλά ψηφίζει πάντα τους ίδιους γιατί έχει σχέση ρουσφετολογική. Αυτός που βρίζει τους δημόσιους υπαλλήλους, αλλά το όνειρό του είναι να μη δουλεύει και να πληρώνεται.

Νομίζω πως αν είχε πραγματικά κάποια βάση ο όρος της
"συμμετοχικής δημοκρατίας", κάπου εκεί θα αντιστοιχούσε περισσότερο, στην ανάγκη συμμετοχής όλων στο φιλόδοξο project της δημοκρατίας και όχι μόνο.

Αν αναγνωρίζει κανείς ότι μπορούν να υπάρξουν δύο άξονες αλλαγής,
τα μέτρα της πολιτείας και η νοοτροπία των ανθρώπων, τότε οφείλει να εμπεδώσει και δύο βασικές αρχές.

Η μία είναι ότι ως προτεραιότητα ανάμεσα στους δύο παραπάνω άξονες πρέπει να ορίζει τη νοοτροπία των ανθρώπων, γιατί αυτή περιλαμβάνει και το δικό του μέρος στην υπόθεση και από εκεί πρέπει να ξεκινάει κάποιος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, όχι από την αποδοχή ότι το σκέλος που έχει την κύρια ευθύνη είναι αυτό που δεν τον αφορά.

Η άλλη είναι ακριβώς αυτό, ότι όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, ο εαυτός του δεν είναι αυτομάτως αποκλεισμένος και απαλλαγμένος, τιμητικά, επειδή ήταν ο εκφραστής της σκέψης. Η μόνη οδός προς την αντιμετώπιση αυτού του είδους της κοινωνικής οκνηρίας περνάει μέσα από την τελική διαπίστωση ότι
οι επιμέρους ατομικές συνεισφορές είναι αξιολογήσιμες. Η αλλαγή της νοοτροπίας δεν αγγίζει μόνο τους υπόλοιπους, ούτε θα έρθει μακροπρόθεσμα μέσα από την παιδεία, όπως γράφαμε κάποτε στις σχολικές εκθέσεις, ικανοποιώντας τις εμμονές των φιλολόγων και βρίσκοντας καταφύγιο από την έλλειψη ιδεών στην εύκολη λύση της μακροπρόθεσμης αόριστης ευχής. Άλλωστε, το ότι η σχολική παιδεία μπορεί να διδάξει και τρόπους και ήθη ήταν μάλλον μια τέτοια παρεξηγημένη ελπίδα των μεσοαστών της προηγούμενης γενιάς. Τα ήθη διδάσκονται διά του παραδείγματος και στην πράξη, και έτσι σε μια σάπια κοινωνία η σήψη ανακυκλώνεται.

Εάν ελπίζει κανείς στην αλλαγή, πρέπει να κατανοήσει ότι οφείλει να την ξεκινήσει ο ίδιος.

Η επανάσταση δεν αρχίζει χωρίς εσένα.