Vladimir Mayakovsky
"Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου"
Το διαβάζεις και λες τι όμορφο, είναι η πεμπτουσία της αισιοξίας.
Μετά το ξανασκέφτεσαι και λες καλά, αυτός δεν είναι που αυτοκτόνησε μετά;
Δε βαριέσαι, δεν ξέρεις πώς τα φέρνει η ζωή, αυτό που είπε πάντως είναι η πεμπτουσία της αισιοδοξίας.
Μετά κοιτάς και το κεφάλι του και συνειδητοποιείες ότι την κώμη του την εζήλευαν λιοντάρια, εκ του ασφαλούς δηλαδή τα περί άσπρης τρίχας.
Ε όταν γέρασε μπορεί να άσπρισε, η φράση του δεν παύει να είναι η πεμπτουσία της αισιοδοξίας.
Μετά το ξανασκέφτεσαι και λες για κάτσε, αφού αυτοκτόνησε στα 36 του το 1930, τότε το 1916 που την έγραψε ήταν 22 και κάπου εκεί λες αυτός ή λίγο ανισόρροπος ήταν (που ήταν) ή μας δούλευε.
16 Comments:
Κάτι μου θύμιζε το όνομά του. Το εντόπισα τελικά στο net. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που στο τελευταίο (μη ολοκληρωμένο ποτέ) ποίημα έγραφε:
"The love boat has crashed against the everyday. You and I, we are quits, and there is no point in listing mutual pains, sorrows, and hurts."
Είναι οι ίδιες φράσεις που έλαβα κάποτε από έναν φίλο.
Σ' ευχαριστώ για την υπενθύμιση, μου προκάλουσε -παραδόξως, αν αναλογιστεί κανείς το περιεχόμενο των στίχων- μια ιδιάζουσα αίσθηση.
Μπορεί στα 22 να έβλεπε την ζωή αισιόδοξα, αλλά στα 30 μετά απο κάποιες κακοτυχίες να τίναξε τα μυαλά του.
Ετσι είναι οι φιλόσοφοι, του μαύρου ή του άσπρου. Οι άλλες αποχρώσεις είναι τους λοιπούς.
είναι για τους λοιπόύς, ήθελα να γράψω.
Γεωργία, αααυτός ακριβώς είναι
Χαίρομαι που είχε κάποια σημασία για σένα.
Μαρίνα, επιπλέον ίσως κάθε ρομαντικός ρεαλιστής καλλιτέχνης θεωρεί ότι είναι χρέος του προς τη ζωή και την τέχνη κάποια στιγμή να αυτοκτονήσει.
σημασία έχει τι έχει πει ή γράψει κάποιος κάποτε ή αν αυτό που είπε / έγραψε σε εκφράζει;
Πάντως σε γενικές γραμμές τα δύο κυριότερα στοιχεία των καθαρά ρομαντικών ήταν ο έρωτας και ο θάνατος. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι από αυτούς ερωτεύονταν έντονα, βαθιά αλλά και συχνά και πέθαιναν νέοι.
χεχεχεχχεχε
ενω η φραση ειναι τοσο ωραια και αισιοδοξη....
την γαμησες!
αλλα το εκανες τοσο ωραια!
ευγε!
Καλημέρα!
Οι άνθρωποι που είναι συνήθως τόσο αισιόδοξοι ελπίζουν οτι θα καταφέρουν να κάνουν και τον υπόλοιπο κόσμο σαν αυτούς.
Όταν διαπιστώσουν οτι δεν τα κατάφεραν ........
Αυτό είναι μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, Σταύρο.
στιγμή ήταν αυτό, στιγμή ιάσωνα... ίσως μανιοκατάθλιψης και μετά δεν άντεξε τη ζωή του.
ακόμα και στα μαύρα σκοτάδια, κάποιοι βλέπουν το φως σκοπός είναι να το αφήσουν να περάσει μέσα τους... όχι εύκολο...
είναι πολύ λεπτή η γραμμή της λογικής με του παραλόγου...μακάρι όσοι χάνονται άδικα να πηγαίνουν στον παράδεισο ...όπως τον σκέφτονται και τον ζωγραφίζουν τα παιδάκια..με χρώματα και αγγέλους...
Για μένα οι τρίχες είναι ασημένιες κι όχι λευκές. Και ανεμίζουν ωραία στον άνεμο που φέρνεις όταν έρχεσαι κοντά μου. Όλα καλά, όλα περνάνε απ' τα χέρια μας.
Wraio post , den mas les kai alla gia ton Magiakofski gia osous den ton xeroume ?
Αγαπητέ φίλε, διάβασε αν θέλεις εδώ στη Wikipedia το άρθρο για το Μαγιακόφσκι.
Διάβασε, όμως, αν θέλεις, όλο το ποίημα, σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου:
ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ
Σ' εσένα Λιλή
Πρόλογος
Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λυγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιάν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχειά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί !..
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Ομως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ' εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα - ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.
Θέλετε-
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ι
Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε στην Οντέσσα.
"Θάρθω στις τέσσερις", είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα
Να και το βράδι
έφυγε απ' το παράθυρο
μες στ' ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο
δεκεμβριανό.
Πίσω απ' την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ' τον κεραυνό
των παυλασμών της πολιτείας.
Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.
Επεσε κ' η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφαλι εκτελεσμένου απ' το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.
Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα "πάρ' το"
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ' είπες:
" Ξέρετε-
παντρεύομαι".
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε - τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ' ένα σπίτι καμμένο
ζούνε καμμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αλό, αλό!
Ποιός εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πια που ν' απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ' ένα αστείο
που φτύνει απ' το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται έξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ' τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό - μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν' αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!
ΙΙ
Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ' όλα που έχουν γίνει
βάζω "μηδέν"
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυό δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει μα τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
H πολιτεία αμπάρωσε τον δρόμο με σκοτάδι.
Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δύο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
"τσογλάνι",
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
"ψωμί".
Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ' αναφυλλητά
λακήσαν απ' το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
"Πως με δυό τέτοιες λεξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;"
Και πίσω απο τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ακούστε!
Κανει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμεις
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,
Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ' το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ' οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Ομηρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ' την καπνιά.
Εμείς,
ο καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ' τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ' ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ' είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μιά σταλαγματιά του νέφους των δακρύων
έχω σταυρωθεί.
Τίποτα πιά δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξερριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ' έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.
ΙΙΙ
Σήμερα πρέπει
με τη βαρειά
ν' αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοια έχετε:
"είναι τάχα ο χορός μου κομψός;"
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ -
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.
Από σας
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ' ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ' απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ' αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εϊ, σείς που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν' κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Ολα πια είναι μιά τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις -
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
- πάλι -
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ' το χτεσινό σου χάδι.
Μαρία. Ανοιξε. Πονάω.
Βλέπεις -
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ' όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μιά λέξη μεγάλη σαν το Θεό.
Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.
Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ' εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.
Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.
Κοιτάχτε -
αποκεφάλισαν ξανά τ' αστέρια -
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ' το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.
Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ' τα τσιμπούρια των άστρων.
(1915 -1916)
Η αισιοδοξία φαίνεται στον τρόπο ζωής, όχι μόνο στον τρόπο σκέψης.Κι εγώ ξέρω να σου πω πολλά αισιόδοξα μηνύματα (που τα σκέφτηκα σε ώρες super δημιουργικότητας)και τα πίστεψα και με εκφράζουν σαν άνθρωπο. Όταν πέφτω ψυχολογικά όμως μπορεί να τα ξεχάσω. Εκεί φαίνεται. Εκεί θα μου χρειαστούν. Γιατί πρέπει να βοηθήσω τον εαυτό μου. Αυτό είναι το δύσκολο. Δεν αρκεί να δίνω κουράγιο στους άλλους δίπλα μου.
Ίσως το να είσαι αισιόδοξος είναι πηγή ζωής και για αυτό να προσπαθούμε να εκφραζόμαστε έτσι.
Προφανώς.
Το παρεξηγήσατε οι περισσότεροι το post, δεν προσπαθώ να αναιρέσω την αξία τηε φράσης ή του ποιήματος ή του ποιητή. Δε θα μπορούσα άλλωστε, αλλά ούτε και το θέλω.
Πλάκα έκανα, γιατί μου έκαναν εντύπωση κάποια πραγματάκια όσο έψαχνα για τον Mayakovsky.
Απ' τα τσιμπούρια των άστρων...
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home