Thursday, October 22, 2009

Death tangos

Δικαιωματικά, μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των tangos ανήκει στην Πολωνία. Λέγεται μάλιστα ότι κάποια από τα πιο όμορφα αργεντίνικα tangos έχουν περιέργως τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή αυτή χώρα.
Τη μεγαλύτερη άνθησή του, όμως, το πολωνικό tango τη γνώρισε την εποχή του μεσοπολέμου, με αρκετούς εμπνευσμένους συνθέτες, σπουδαιότερος των οποίων ίσως είναι ο Jerzy Petersburski.
Το πιο γνωστό tango του Petersburski είναι εκείνο που σχεδόν 60 χρόνια αργότερα ενέπνευσε το Ρώσο Nikita Mikhalkov για ένα από τα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, τον Ψεύτη ήλιο.
Η ιστορία του κομματιού ξεκινάει με τη σύνθεσή του από τον Petersburski κάπου το 1935, υπό τον τίτλο To ostatnia niedziela (“Η τελευταία Κυριακή”). Οι στίχοι (κάποιου Zenon Fredwald) μιλούσαν για μια τελευταία συνάντηση ενός ζευγαριού πριν το χωρισμό. Το τραγούδι σύντομα έγινε ένα από το πιο διάσημα της εποχής του και γνώρισε τότε διάφορες εκτελέσεις, με πιο όμορφη αυτήν από το μεγαλύτερο Πολωνό τραγουδιστή του περασμένου αιώνα, τον Mieczysław Fogg.
Η μελαγχολική και νοσταλγική ατμόσφαιρα, όμως, του κομματιού, και ο τίτλος του, το έκαναν σιγά-σιγά να συνδεθεί με το θέμα του θανάτου και της αυτοκτονίας. Λέγεται, μάλιστα, ότι οι απογοητευμένοι Πολωνοί αξιωματικοί αυτοκτονούσαν υπό την υπόκρουση της μελωδίας του όμορφου αυτού tango του Petersburski. Λίγο αργότερα, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Treblinka, ο Artur Gold, διάσημος Πολωνοεβραίος συνάδελφος του Petersburski, αναγκαζόταν από τους ναζί να παίζει το κομμάτι αυτό ντυμένος ως κλόουν, για να συνοδεύει την πορεία των φυλακισμένων προς τους θαλάμους αερίων, μέχρι να εκτελεστεί τελικά μια μέρα και ο ίδιος.
Το 1936 έρχεται η πρώτη εκτέλεσή του στα ρώσικα, από την Klavdiya Shulzhenko και σύντομα ακολουθεί αυτή από τον Pavel Mihailov μαζί με την State Radio Committee Jazz Band, σε στίχους ενός Iosif Alvek. Ο ρώσικος τίτλος του τραγουδιού είναι Утомлённое солнце [Utomlyonnye solntsem], που σημαίνει “Κουρασμένος/ξεφτισμένος ήλιος”. Ακολουθούν πολλές ακόμα εκτελέσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του Leonid Utyosov, που ακούγεται και στον Ψεύτη ήλιο. Τόσο πολύ το αγάπησαν οι Ρώσοι, που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το πολωνικό αυτό tango θεωρείται στ' αλήθεια από πολλούς κάτι σαν εθνικός ύμνος στη Ρωσία (όπως, βέβαια, και στην Πολωνία). Κατά σύμπτωση, τα λόγια του πραγματικού τωρινού εθνικού ύμνου των Ρώσων είναι γραμμένα από τον Sergey Mikhalkov, πατέρα του Nikita Mikhalkov. Ο ευγενής αυτός υπερήλικας πέθανε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Αρκετά νωρίτερα, πάντως, από την ταινία του Mikhalkov που το έκανε γνωστό σε όλον τον κόσμο, το τραγούδι είχε ακουστεί σε ταινία από το 1979, στο ρώσικο Skazka skazok (Tale of tales), το ξεχωριστό και ιδιαίτερο “Παραμύθι των παραμυθιών” του Yuriy Norshteyn, που θεωρείται από τους κριτικούς η καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών. Το κομμάτι μπαίνει πρώτη φορά όταν αποχωρίζονται χορεύοντας κάποια ζευγάρια για να φύγουν οι άντρες για το μέτωπο του πολέμου. Παρά τη μελαγχολική της ατμόσφαιρα, η ταινία είναι ένας ύμνος στη φύση και τη ζωή, όπως άλλωστε ήταν και το ποίημα του μεγάλου Τούρκου (με πολωνική υπηκοότητα) ποιητή Nâzım Hikmet, από το οποίο η ταινία δανείστηκε το όνομά της.

Η μελωδία του τραγουδιού ακούγεται επίσης για πολύ λίγο και στην ταινία Schindler's list (Η λίστα του Σίντλερ) του Steven Spielberg, μια απ’ τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, νικήτρια 7 βραβείων Όσκαρ το 1994, αλλά και σε αρκετές ακόμα ταινίες που αναφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Πολωνοεβραίων.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, τη χρονιά του Ψεύτη ήλιου, η μελωδία του ‘tango του θανάτου’ ακούγεται και στο Λευκό (Trzy kolory: Biały, Three colours: White, Trois couleurs: Blanc) του Kieślowski. Σε μια σκηνή στο μετρό του Παρισιού, ένας Πολωνός αναγνωρίζει ένα συμπατριώτη του όταν παίζει σε κάτι σα φυσαρμόνικα το μελαγχολικό αυτό σκοπό, ένα σκοπό που δε θα μπορούσε βέβαια να μην αναγνωρίσει.
Το 1994, λοιπόν, βγαίνει στους κινηματογράφους και η υπέροχη ταινία του Mikhalkov με τίτλο ομώνυμο με αυτόν του ρώσικου τραγουδιού, που στα αγγλικά μεταφράστηκε “Burnt by the sun”, στα γαλλικά “Soleil trompeur” και στα ελληνικά, βέβαια, “Ψεύτης ήλιος”. Το κύριο μουσικό θέμα της ταινίας είναι ασφαλώς το ίδιο το τραγούδι, με την υπόλοιπη μουσική να έχει επιμεληθεί ο ‘Ρώσος Morricone’, ο Eduard Artemyev. Σε διάφορα σημεία της ταινίας εμφανίζεται κιόλας μια μυστηριώδης (συμβολική, μάλλον) μορφή του κουρασμένου ψεύτη ήλιου, ενώ η ταινία είναι αφιερωμένη “σ’ αυτούς που κάηκαν από τον ήλιο της επανάστασης”. Η ταινία αυτή επίσης απέσπασε βραβείο Όσκαρ. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η παραγωγή της ταινίας Ψεύτης ήλιος 2.


Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως όλες οι παραπάνω ταινίες είναι συνυφασμένες με την αγάπη και τον πόλεμο, το χωρισμό ή τον αποχωρισμό, αλλά κυρίως, την αυτοκτονία ή το θάνατο ή τελικά τη ζωή.
Πρόσφατα πια, το 2006, το τραγούδι βίωσε την αναγέννηση του, χάρη στη βιρτουόζο του βιολιού Sophie Solomon, που το διασκεύασε, με τον Richard Hawley, πρώην μέλος του συγκροτήματος των Pulp, να τραγουδάει σε στίχους αγγλικούς, παρεμφερείς με αυτούς των ρώσικων εκτελέσεων, πιθανότατα γραμμένους από την ίδια την Solomon. Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο πρώτο solo album της, το Poison sweet Madeira, στο οποίο η Αγγλίδα βιολονίστρια, μεταξύ άλλων, αξιοποιεί σε ένα κομμάτι τη φωνή του ηθοποιού Ralph Fiennes, που, κατά σύμπτωση, πρωταγωνιστούσε και στο Schindler's list.

I 've been burnt by the sun
in my prozak coccoon,
just can't pick up the pieces
of my life without you…


ο Ψεύτης ήλιος του Mikhalkov σε trailer και στο imdb

η σκηνή από το Λευκό του Kieślowski

το Tale of tales του Yuriy Norshteyn: 1,2,3






Ανάμεσα στα προσεκτικά διαλεγμένα κομμάτια που ακούγονται στο Schindler's list, όμως, υπάρχει και άλλο ένα, ουγγρικής προέλευσης, με παρόμοιο όνομα και μια αντίστοιχη ιστορία σε ένα παράλληλο γεωγραφικό και ιστορικό φόντο.
Πρόκειται για ένα κομμάτι του 1933, το Szomorú vasárnap, που σημαίνει “Μουντή Κυριακή”, ένας τίτλος που ίσως εύκολα στέλνει το μυαλό μας στη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη, που λέγεται ότι επίσης έχει γραφτεί μετά από κάποιο περιστατικό της κατοχής.
Συνθέτης του ουγγρικού τραγουδιού ήταν ο Rezső Seress, με πρώτη εκτέλεση μάλλον αυτήν με τη φωνή του Pal Kalmar, και οι στίχοι ήταν από ένα ποίημα του László Jávor, γραμμένο μετά από το χωρισμό του με κάποια κοπέλα. Λέγεται μάλιστα πως ζήτησε ο ίδιος από τον Seress να το μελοποιήσει. Το ποίημα αναφερόταν βέβαια σε χωρισμό και υπονοούσε και μια επικείμενη ίσως αυτοκτονία και έτσι, με τον καιρό, το τραγούδι απέκτησε τον άτυπο ανατριχιαστικό τίτλο του ‘τραγουδιού των αυτοκτονιών’. Ο αστικός μύθος λέει ότι στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι άνθρωποι, απογοητευμένοι από την οικονομική κρίση και τη γενικότερη μιζέρια του μεσοπολέμου, αυτοκτονούσαν κάποια μεσάνυχτα υπό τον ήχο της μελωδίας του. Λέγεται, μάλιστα, ότι στην Ουγγαρία απαγορεύτηκε, ενώ και στην Αμερική κάποιοι σταθμοί σταμάτησαν σύντομα να παίζουν την εκτέλεση του Paul Robeson (Gloomy Sunday, σε αγγλικούς στίχους Desmond Carter). Ήδη μέσα στα πρώτα χρόνια, το κομμάτι είχε διασκευαστεί και στα γαλλικά (Sobre dimanche, με τη φωνή της Damia, σε στίχους Jean Marèze και François-Eugène Gonda) και φυσικά στα ρώσικα (Мрачное воскресенье [Mratschnoje Woskresenje], από το ‘βασιλιά του ρωσικού tango’ αλλά και αγαπημένο εκτελεστή του Πολωνού Petersburski, τον Pyotr Leshchenko, με στίχους δικούς του). To 1941 ήρθε η εκτέλεση για την οποία είναι διάσημο το τραγούδι ακόμη και σήμερα· αυτή από την Billie Holiday.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1968, ο συνθέτης του τραγουδιού, ο Rezső Seress, στα 69 του, αυτοκτόνησε πηδώντας από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Συνήθιζε να λέει ότι η παγκόσμια επιτυχία του Gloomy Sunday τον έκανε δυστυχισμένο, γιατί ήξερε πως δε θα κατάφερνε ποτέ να ξαναγράψει κάτι εξίσου σπουδαίο.

Το 1997, αυτοκτόνησε με χάπια και ο τραγουδιστής των The Associates, που είχαν διασκευάσει το τραγούδι το 1982, ο Billy Mackenzie, προσθέτοντας άλλη μια μικρή πινελιά στη φήμη του κομματιού. Το τραγούδι Cut here των The Cure έχει γραφτεί για την αυτοκτονία του φίλου τους, του Mackenzie, και ο τίτλος επιλέχτηκε ώστε να είναι αναγραμματισμός του ονόματός τους, επειδή πίστεψαν πως θα ήταν το τελευταίο κομμάτι που θα ηχογραφούσαν.
Μία εντελώς φανταστική υπόθεση για τη δημιουργία του ουγγρικού tango παρουσιάζεται στη γερμανοουγγρική ταινία του 1999 με τίτλο Ein lied von liebe und tod (Gloomy Sunday — a song of love and death), άλλη μια ταινία με πολύ έρωτα, θάνατο και πόλεμο. Μια δυνατή ιστορία με συνταγή Casablanca, που με τη σκηνοθεσία του Rolf Schübel αναδεικνύεται σε κάτι αρκετά καλό, προσπερνώντας τα όποια ζητήματα αφέλειας ή προβλεψιμότητας υπεισέρχονται κατά στιγμές.

Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι το τραγούδι έχει γνωρίσει δεκάδες εκτελέσεις μέχρι σήμερα, μεταξύ των οποίων από τον Ray Charles, τον Elvis Costello, τον Serge Gainsbourg, την Sinéad O'Connor, την Björk, την Sarah Brigthman, κ.α..

Πρόσφατα, ο Πάνος Παταγιάννης το τραγούδησε και στα ελληνικά, σε στίχους δικούς του.

Οι Μοίρες μπροστά από λόγια θλιμμένα
τραβούν την κλωστή από λάθη σβησμένα…
μιας Κυριακής.

Gloomy Sunday - ορχηστρικό (από την ταινία του Schübel)
και Το τέλος κάθε Κυριακής - Πάνος Παταγιάννης στο youtube

το Gloomy Sunday του Schübel σε trailer και στο imdb

Friday, October 16, 2009

Συνέντευξις

Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;

Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.

Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανιώνουν οριστικά τους όλοι.

Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως ν’ αγγίξω
να μη μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν’ αφήσω
το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ’ αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου -
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.

Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πιά δεν θα ήταν όνειρο.
Θά ‘ταν γεράματα.

(“Συνέντευξις”, της Κικής Δημουλά, από τη συλλλογή “Η εφηβεία της λήθης”, 1994)

Wednesday, October 07, 2009

Μετακινήσεις πληθυσμών

Έκλεισα την πόρτα κι ήταν σαν τώρα, σαν προχτές, κι όμως, ήταν 5 χρόνια πριν, που έκλεινε αυτή η πόρτα κι ήμουν από μέσα, κι οι γονείς μου έφευγαν, και η πρώτη μου κίνηση ήταν να στείλω από ένα μήνυμα σε δύο αγαπημένα μου πρόσωπα να τους ενημερώσω, έτσι απλά και λιτά, ότι ξεκίνησε και ουσιαστικά η περίοδος της φοιτητικής μου ζωής.


Το ότι βρέθηκα στην Πάτρα τότε ήταν μια κάποια έκπληξη, δεν το περίμενα. Εγώ είχα κάνει τα όνειρά μου για τους χειμώνες στην πρωτεύουσα και τέτοιο ενδεχόμενο δεν το είχα καθόλου λογαριάσει.
Δεν είναι πως δεν πέρασαν ωραία τα 5 αυτά χρόνια, κάθε άλλο, σίγουρα πάντως ποτέ δεν αποδέχθηκα εντελώς ότι ανήκα εκεί· ίσως μόνο ότι ήταν κάτι σαν μια μεγάλης διάρκειας εκδρομή. Γενικώς, στην παρουσία μου ενυπήρχε ένας συμβιβασμός.
Εκ των υστέρων, δε θα μπορούσα να πω πως δε μου έκανε καλό όλο αυτό. Άλλος άνθρωπος έφυγα, άλλος γυρίζω – ίσως δεν είναι έτσι, αλλά έτσι νιώθω.
Από ένα σημείο και μετά, πάντως, βαρέθηκα εκεί, τα χρόνια άρχιζαν να μετράνε ανάποδα και ποτέ δεν άλλαξε στο μυαλό μου το σχέδιο ότι με το πέρας των 5 υποχρεωτικών ετών θα αποχωρούσα διακριτικά.
Η πόλη μου με καλεί και, με 5 χρόνια καθυστέρηση, της απαντάω.
Δε θα μου λείψει η Πάτρα, θα μου λείψει μόνο ίσως αυτό που είναι έτσι μαζεμένη και περπατήσιμη και δε χρειάζεται να συνεννοηθείς από το μεσημέρι με κάποιον για να τον δεις το βράδυ. Θα μου λείψουν κι αυτά που συνήθισα γκρινιάζοντας, ο καιρός, κλπ..
Θα μου λείψουν οι φίλοι μου. Οι καλύτεροί μου φίλοι ήταν πια εκεί, όχι εδώ.
Θα μου λείψει το διαμέρισμά μου, που ήμουν ο πρώτος του ένοικος και το ένιωθα πολύ δικό μου. Με γνώρισε σε μια ιδιαίτερη ηλικία. Νομίζω πως δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι δε θα τον ξαναδώ ποτέ αυτόν το χώρο.
Πιο πολύ απ’ όλα, θα μου λείψει να μένω μόνος μου. Που γυρνάς το απόγευμα και δε γουστάρεις να ανοίγει η πόρτα του δωματίου σου ή να χτυπάνε δέκα τηλέφωνα ή να παρατηρεί ο άλλος ότι σήμερα τα ξύνεις και κοιτάς το ταβάνι ανάσκελα, να μη σου τη λέει κανείς για το πού κρεμάς το μπουρνούζι σου, να τρως ό,τι ώρα θέλεις, να βάζεις τη μουσική σου δυνατά, και να μην έχει μετά τις 11 το βράδυ αυτήν τη θλιπτική εκκωφαντική ησυχία που ακούς μόνο τους αθροισμένους ήχους της ρελαντί λειτουργίας των ηλεκτρικών συσκευών.
Αλλά χαίρομαι, χαίρομαι που είμαι εδώ, εδώ για κάποιο λόγο νιώθω ότι αξίζω περισσότερο, νιώθω πιο όμορφος, μου αρέσει να ντύνομαι πιο καλά, νιώθω πιο έξυπνος, νιώθω ότι έχω περισσότερα να δώσω, περισσότερα να κάνω, και επιτέλους νιώθω ξανά την όρεξη να γεμίσω τις ώρες μου.
I am back.
Καλό χειμώνα στην πρωτεύουσα να έχουμε.



Καλό χειμώνα στη συμπρωτεύουσα, αδερφή μου.
Πρώτος φοιτητικός χειμώνας.
Βίοι αντίθετοι, ε;
Είναι ένα τραγούδι της Monika που λέει:

My father taught me how,
my mother told me why,
my brother showed me where.
I have never done the same.

Είναι ό,τι πιο υγιές έχω ακούσει.



Καλό χειμώνα και στο φίλο μου τον Α.
Είναι ο πρώτος καλός μου φίλος από το σχολείο που παντρεύτηκε.